
Ολοκληρωτικός καπιταλισμός: «Καρδιά» του η ανώτερη εκμετάλλευση.
Η διαπάλη κεφαλαίου-εργασίας.
Ένα νέο εργατικό κίνημα πασχίζει να γεννηθεί.
Ο καπιταλισμός απειλεί την προοπτική της ανθρωπότητας.
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το Α. Κεφάλαιο των Θέσεων και Προγραμματικών Αρχών που ενέκρινε το ιδρυτικό συνέδριο της "Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης":
Α. Κεφάλαιο: ο καπιταλιστικός κόσμος σήμερα
Α.1 Οι εκρηκτικές αντιθέσεις του καταστροφικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού
Κάθε πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας αναδεικνύει την ασυμβατότητα, την ανταγωνιστική σχέση του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και τις δυνατότητές της να ζήσει μια ζωή αξιοβίωτη και πραγματικά ελεύθερη.
- Η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών ανοίγει όλο και περισσότερο. Μόνο κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της πανδημίας, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερδιπλασίασαν την περιουσία τους, από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το 99% της ανθρωπότητας είδε μείωση του εισοδήματός του, επιπλέον 160 εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ 883,4 εκατ. έφτασαν οι υποσιτιζόμενοι. Συνολικά, το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατέχει σήμερα το 50% του πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% του κόσμου, μόλις το 0,75%. Μάλιστα, συχνά η πραγματικότητα είναι ακόμα χειρότερη από την ψυχρή στατιστική. Αν κανείς (εύλογα) έβαζε ως όριο της φτώχειας τα 7 δολάρια τη μέρα (αντί για 2,15$ που βάζει η Παγκόσμια Τράπεζα), αμέσως 4 δις ανθρώπων θα βρίσκονταν κάτω από αυτό στο σύνολο των 8,2 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού.
- Η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών θυσιάζεται στον βωμό της αχαλίνωτης κερδοφορίας του κεφαλαίου. Έτσι, για παράδειγμα, το εργοδοτικό και κρατικό έγκλημα των Τεμπών, όπως και οι καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες στην Ελλάδα και αλλού, ανέδειξαν τόσο την ανικανότητα του «επιτελικού» (αλλά και του «λιγότερου» και με συρρικνωμένες -λόγω και μνημονίων- κοινωνικές υπηρεσίες) κράτους των νεοφιλελεύθερων, όσο και εκείνη των ιδιωτών και των επιχειρήσεων (όπως π.χ. η HELLENIC ΤRAIN) που έχουν αναλάβει την ευθύνη των κοινών αγαθών.
- Η αξία της ανθρώπινης ζωής γίνεται απλή στατιστική. Οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν στο Αιγαίο, στην Πύλο και γενικά στη Μεσόγειο είναι μόνο ένα κομμάτι της συνολικής φρίκης του πολέμου και των γεωπολιτικών καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Στη μαρτυρική Γάζα, την Ουκρανία και αλλού, χιλιάδες άνθρωποι χάνουν την ζωή τους, εκατομμύρια διαλέγουν τον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς, κοινωνίες ερημώνουν από υποδομές και ζωή. Οι εργοδοτικές δολοφονίες-«ατυχήματα» και οι χιλιάδες θάνατοι από έλλειψη στοιχειωδών υποδομών υγείας και σίτισης-νερού συμπληρώνουν τη ζοφερή εικόνα.
- Η αρμονική συμβίωση με την φύση γίνεται όνειρο θερινής νυκτός, με τις θερμοκρασίες ρεκόρ παγκοσμίως, τις γιγαντιαίες πυρκαγιές ακόμα και σε παρθένα σημεία όπως η Σιβηρία, ο Αμαζόνιος κ.α. Το λιώσιμο των πάγων και οι ολοένα και πιο συχνές καταστροφές από πλημμύρες, τυφώνες, η ολοένα και πιο συχνή μετατροπή των ζωονόσων σε ανθρωπονόσους («τρελές αγελάδες», γρίπη των χοίρων, των πτηνών, ο κορονοϊός) κ.α., αποδεικνύουν ότι η κλιματική αλλαγή και η οικολογική καταστροφή σταδιακά απειλούν τους όρους ύπαρξης μας στη Γη.
- Η παγκόσμια έκρηξη της αντίθεσης υπερπαραγωγής τροφίμων – πείνας και κακής διατροφής, σφραγίζουν, με νέο τρόπο, το διατροφικό - αγροτικό ζήτημα της εποχής μας. Σήμερα η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων είναι υπερδιπλάσια των διατροφικών αναγκών (7.000 θερμίδες κατά κεφαλή την ημέρα αντί για 3.000). Την ίδια ώρα, σύμφωνα με αποκαλυπτική έρευνα της Oxfam (Ιούλιος 2021) κάθε λεπτό πέθαιναν από την πείνα 11 άνθρωποι (σε σύγκριση με 7 θανάτους από τον κορονοϊό), δηλαδή 16.000 άνθρωποι κάθε μέρα, κυρίως παιδιά!
- Την στιγμή που η σύγχρονη εποχή δίνει τη δυνατότητα στην ανθρωπότητα να ζήσει με τις μεγαλύτερες ελευθερίες που είχε ποτέ, απαλλαγμένη ακόμα και από τη μισθωτή σκλαβιά και να καθορίσει η ίδια το μέλλον της, η αστική δημοκρατία δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο, ως δικτατορία της αστικής τάξης. Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο ζούμε την επίθεση στις λαϊκές ελευθερίες, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην άνοδο της ακροδεξιάς και στην ακραία αντιδραστική ατζέντα των αστικών κομμάτων.
- Η αποξένωση του εργαζόμενου από τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας, από τη φύση, τους άλλους εργαζόμενους, τον εαυτό του, οδηγεί σε όξυνση του ατομικού δρόμου και του κοινωνικού κανιβαλισμού, στην αποδοχή της εικόνας ενός κόσμου θρυμματισμένου, χαώδους και ανταγωνιστικού ανάμεσα σε ξεχωριστούς ατομισμούς. Ο αστικός πολιτισμός καλλιεργεί, παράγει και αναπαράγει τη βαρβαρότητα και τη χειραγώγηση. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς διότι αρδεύεται από τα στάσιμα νερά και τα απόβλητα της άρχουσας τάξης και όχι από τις ανεξάντλητες φλέβες του ρέοντος ανθρώπινου πνεύματος.
Έχει σημασία να ενώσουμε όλες τις παραπάνω εικόνες. Τα παπαγαλάκια του συστήματος χρησιμοποιούν πλήθος ευφημισμών για τα φαινόμενα αυτά, και κυρίως προσπαθούν να τα παρουσιάσουν ως τυχαία και μεμονωμένα γεγονότα. Εμφανίζουν την άγρια εκμετάλλευση των μισθωτών ως δρόμο για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Οι καταστροφικές επιπτώσεις του καπιταλισμού στο περιβάλλον, βαφτίζονται με τον ταξικά ουδέτερο όρο «κλιματική κρίση». Η αδυναμία των κοινωνικών δομών του κράτους να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις καταστάσεις βαφτίζεται «διαχειριστική ανικανότητα» λες και δεν βρίσκεται η ευθύνη στο δόγμα περί «ελάχιστου κράτους» που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις των προηγούμενων ετών. Όσο για τις συνέπειες που παράγουν οι σύμφυτες με τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες διακρίσεις με βάση το φύλο, τη φυλή, το θρήσκευμα ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αυτές αποδίδονται σε παρεκτροπές από την οδό της «πολιτικής ορθότητας» ή και σε νοοτροπίες και πρακτικές που έρχονται μόνο από το χθες των σύγχρονων κοινωνιών. Και όμως, κάθε τέτοια περίπτωση την οποία η αστική πολιτική επιδιώκει να παρουσιάζει ως μια «ειδική» ή «απροσδόκητη» πλευρά που διαταράσσει την κατά τ’ άλλα «κανονικότητα», στην ουσία δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά άλυτη αντίθεση και ξεχωριστή εκδήλωση της καθολικότητας της κρίσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Α.2 Ο σημερινός καπιταλισμός: «Καρδιά» του η ανώτερη εκμετάλλευση
Στην «Πρόταση αρχών και γενικών κατευθύνσεων», το 2020 σημειώναμε σχετικά:
«O καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποτελεί μια δυναμική ενότητα δομών και σχέσεων που εξελίσσονται στο χρόνο. Στα πλαίσια αυτά, πέρα από τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς που ανατρέπουν τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής και οδηγούν σ’ έναν άλλο, μπορούμε να διακρίνουμε και μετασχηματισμούς που μεταλλάσσουν σημαντικές πλευρές του υπάρχοντος συστήματος και των κοινωνικών του σχέσεων, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή του με νέους όρους και μορφές».
Ο καπιταλισμός αλλάζει διαρκώς, ενίοτε με μεγάλες τομές, αλλά πάντα για να μείνει τραγικά ίδιος ως προς την βασική εκμεταλλευτική - καταπιεστική του ουσία. Για αυτό ακριβώς η «καρδιά» του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Ο σύγχρονος καπιταλισμός συνδυάζει οργανικά και με ιστορικά πρωτότυπο τρόπο την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας με την απόσπαση σχετικής υπεραξίας, την εντός παραγωγής (άμεση) με την εκτός παραγωγής (έμμεση) εκμετάλλευση, σπρώχνοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το φυσικό όριο επιβίωσης και αυξάνοντας κατακόρυφα την ανεργία, την επισφαλή και ελαστική εργασία.
Στη νέα βαθμίδα εξέλιξής του, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός καθολικοποιεί τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και σε όλη τη διάσταση της σχέσης ανθρώπου και φύσης. Εμπορευματοποιεί πλήρως τους φυσικούς πόρους, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δομές και σχέσεις της οικογένειας ή της κοινότητας, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την επικοινωνία, τα προσωπικά δεδομένα και άλλες πλευρές.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός γενικεύει τα πεδία παρέμβασής του μετατρέποντας σε ιδιωτική ιδιοκτησία ό,τι από τον δημόσιο πλούτο, τον δημόσιο χώρο και τα κοινά αγαθά μπορεί να αξιοποιηθεί για την παραγωγή κέρδους και την ιδιοποίηση ξένης απλήρωτης εργασίας. Ταυτόχρονα, η γιγάντωση των ιδιωτικών χρεών των νοικοκυριών, μαζί και η εκτόξευση δημόσιου (εξωτερικού) χρέους των κρατών, διαμορφώνουν μια επιταχυνόμενη διαδικασία συγκέντρωσης ατομικής ιδιοκτησίας που προσδίδουν στο σύγχρονο καπιταλισμό στοιχεία μιας «μοντέρνας» απολυταρχίας του πλούτου, με ιδιοκτησία ακόμη και επί του μέλλοντος και επί της ίδιας της φύσης.
Ο καπιταλισμός της εποχής μας ανασυγκροτεί το «στρατόπεδο» του κεφαλαίου, με ισχυροποίηση των αστικών κρατών αλλά και πολυεθνικών πολιτικό-στρατιωτικών και οικονομικών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, G7, ΠΟΕ, ΔΝΤ κλπ.). Την ίδια στιγμή τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια, με κεφάλαια και ισχύ πολλαπλάσια πολλών κρατών, καθίστανται ηγετική δύναμη του καπιταλισμού. Η παρουσία «ψηφιακών γιγάντων» τύπου Amazon, Google, κ.α. ξεχωρίζει όλο και περισσότερο, υπερβαίνοντας διαλεκτικά το «μονοπώλιο» που στην περίοδο του ιμπεριαλισμού αποτελούσε την κύρια μορφή συγκρότησης του κεφαλαίου στο τότε «νεότατο στάδιο του καπιταλισμού».
Ο σύγχρονος καπιταλισμός αλλάζει την τεχνολογική του βάση. Με την προώθηση της «ψηφιακής» και της «πράσινης επανάστασης», συνολικά με τις τεχνολογίες που προωθούνται με βάση την λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση (ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, γενετική μηχανική, βιοπληροφορική). Οι νέες μορφές παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας που προωθούνται, όσο και αν ακόμη αποτελούν ανολοκλήρωτες τάσεις, αλλάζουν την μορφή εμφάνισης των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και την βάση συγκρότησης της σύγχρονης εργατικής τάξης. Όπως η οργανωμένη εργατική τάξη του 20ου αιώνα εμφανίστηκε στα τσαγκαράδικα και τις οικοδομές, στις θηριώδεις εταιρείες ηλεκτρισμού και μετάλλου, στην FIAT και στην RENAULT, έτσι και σήμερα θα πρέπει το επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα να οργανώσει τις «οικοδομές» και τις FIAT του 21ου αιώνα.
Η υπερανάπτυξη του κεφαλαίου, η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του, δίνει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει όλο και περισσότερους τομείς της παραγωγής με πανκοινωνική απεύθυνση (ενέργεια, νερό, υγεία, έρευνα κλπ.) με αποτέλεσμα το κράτος να μετασχηματίζεται σε ένα αντιδραστικό «κράτος-στρατηγείο», με άλλα λόγια σε ένα κράτος με κύριο προορισμό την ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και με απόσυρση από την παραγωγή αλλά και την κοινωνική προστασία.
Η σημερινή ισχυρή τάση «επαναφοράς του κράτους» δεν έχει βασικά την έννοια της επαναδραστηριοποίησης του στην παραγωγή (αν και σε μερικές περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση συμβαίνει και αυτό), αλλά κυρίως μια νέα επεκτατική πολιτική στήριξης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων για να ανακάμψει το ποσοστό κέρδους ώστε να επιστρέψουν αυτές στην «αγορά». Το αστικό κράτος σε κάθε χώρα «ψαλιδίζεται» και κυρίως μετασχηματίζεται τόσο από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, όσο και από τις υπερεθνικές ολοκληρώσεις που αναλαμβάνουν σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα τη δημιουργία του «πλαισίου» μέσα στο οποίο κινούνται τα εθνικά κράτη και οι κυβερνήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδιαμορφώνονται και οι διεθνείς σχέσεις. Ο ανταγωνισμός της αγοράς έχει ως «φυσικό» ανάλογο την προβολή πολιτικό-στρατιωτικής ισχύος, έχει τον πόλεμο στην ημερήσια διάταξη, ενώ η πολεμική βιομηχανία αποτελεί βασικό στυλοβάτη της, μαζί με τις ανθούσες βιομηχανίες κυβερνοπολέμου, ψηφιακής επιτήρησης και τις κάθε λογής υπηρεσίες «ασφάλειας». Ανάγλυφη έκφραση της αναδιαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων στη βάση της όξυνσης των καπιταλιστικών ανταγωνισμών είναι η βίαιη κλιμάκωση της πολεμικής απειλής και της εμπλοκής στους πολέμους του ΝΑΤΟ και του κεφαλαίου. Με την έλλειψη, μάλιστα, ενός αντίπαλου δέους, μιας επαναστατικής επαγγελίας και απειλής, οξύνονται σε ακραία επικίνδυνο βαθμό όλες οι ενδοαστικές/ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις για την ηγεμονία και τη μοιρασιά που οδηγούν τον κόσμο σε καταστροφή!
Βαθιά ταξικό ζήτημα, συνδεδεμένο με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων είναι η κλιματική κρίση και συνολικότερα η περιβαλλοντική καταστροφή. Η οικολογική κρίση δήλωσε «παρούσα» στο ξέσπασμα της πανδημίας, καθώς διαμορφώνει όλο και περισσότερο περιβάλλοντα νοσηρότητας σε αστικές -και όχι μόνο- περιοχές, όπως και προϋποθέσεις ώστε κάθε πανδημία από αυτόν ή τον άλλο ιό, να μετατρέπεται σε υγειονομική και κοινωνική συνδημία. Η λεγόμενη «Πράσινη Μετάβαση», πέρα από τη διαμόρφωση ενός ακόμη πεδίου καπιταλιστικής δραστηριότητας και κερδοφορίας, αποδεικνύεται «πουκάμισο αδειανό»: Από τη μια στα «προγράμματα διάσωσης» του περιβάλλοντος έχουν κορυφαία θέση εταιρείες ορυκτών καυσίμων! Από την άλλη, από τα πακέτα στήριξης των 15 τρις συνολικά των 50 μεγαλύτερων οικονομιών, το 2,5% κατευθύνεται στη λεγόμενη «Πράσινη Μετάβαση», συχνά με αναδόχους ενεργειακούς κολοσσούς των ορυκτών καυσίμων (π.χ. TOTAL) και με κριτήριο τη δημιουργία νέου πεδίου κερδοφορίας και όχι όπως ψευδεπίγραφα λέγεται «νέου ενεργειακού προτύπου».
Συνολική μας εκτίμηση είναι ότι ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός, συνιστά ένα αντιδραστικό ποιοτικό άλμα, μια υπεραντίδραση «σε όλη τη γραμμή του μετώπου» των αντιθέσεων – αξιών – δικαιωμάτων – ελευθεριών. Σήμερα βιώνουμε τη βαθιά γενικευμένη ανασυγκρότηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο οποίος αποτελεί το νεότατο στάδιο αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, και «απειλεί με καταστροφή» την εργατική τάξη, τον κοινωνικό άνθρωπο και τον πλανήτη γη. Η εκτίμηση αυτή της εποχής και της περιόδου καθορίζει τη στρατηγική και την τακτική του κινήματος απέναντι στην βαρβαρότητα και τη δολοφονική επιδρομή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού: Με την εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση και εξουσία για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Καθορίζει και τον πολιτικό στόχο της σημερινής φάσης του άμεσου επαναστατικού αγώνα: για αντίσταση, κλονισμό, ματαίωση και κατάργηση επιμέρους μέτρων και ανατροπή συνολικά της αντεργατικής επιδρομής και των όποιων αστικών κυβερνήσεων την προωθούν. Για ανασυγκρότηση της εργατικής πολιτικής στη συνολική σύγκρουση της με την αστική πολιτική με βάση το δικό της πρόγραμμα εξουσίας και το δικό της «πολιτικό οπλοστάσιο», σε ανεξαρτησία από πολιτικές επιλογές ουράς στο ρεφορμισμό και σε οποιονδήποτε «δημοκρατικό πόλο» στο εσωτερικό, όπως και σε ανεξαρτησία από οποιοδήποτε νέο καπιταλιστικό κέντρο - όχι μόνο του ευρωατλαντικού- στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα.
Α.3 Ο σύγχρονος καπιταλισμός σε καμπή
Η υπέρβαση της παγκόσμιας κρίσης του 2008 ήταν αδύναμη και ανασφαλής, ενώ η πανδημία του κορονοϊού, στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα επέτεινε τα προβλήματα της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Οι οικονομικές κρίσεις όμως δεν είναι τυχαία ή απρόβλεπτα γεγονότα, αλλά γεννιούνται από τον ανορθολογισμό και τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι εγγενή - δομικά του χαρακτηριστικά, για αυτό το ΝΑΡ και η νΚΑ ήδη από τη δεκαετία του ΄90 (σε μια περίοδο όπου όλα φαίνονταν να «κυλούν» ευνοϊκά για τον αστικό κόσμο) υπογράμμιζαν ότι το νέο καπιταλιστικό στάδιο δεν θα είναι απαλλαγμένο από κρίσεις. Αντιθέτως, θα μαστίζεται από πιο συχνές κρίσεις, με μεγαλύτερη διάρκεια και πιο μικρές περιόδους ανάκαμψης. Γι’ αυτό χαρακτηρίζαμε τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ως «νέο στάδιο αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού» αποκρούοντας απόψεις που τον ήθελαν «ανίκητο», «παντοδύναμο» ή και «αναλλοίωτο». Σε αυτό το εύφλεκτο έδαφος, ο ρόλος του πυροδότη μπορεί άλλοτε να είναι το σκάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων όπως το 2008, άλλοτε η ύπαρξη μιας πανδημίας ή ακόμα και η απότομη έλλειψη μιας πρώτης ύλης. Ωστόσο, ο πυροδότης δεν είναι η αιτία της κρίσης. Ο πυρήνας πάντα βρίσκεται στον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και η ουσία στην αδυναμία του καπιταλισμού να διατηρήσει απρόσκοπτα τους δύο δίδυμους πυλώνες του, την κερδοφορία του κεφαλαίου (οικονομικά) και την αστική κυριαρχία (πολιτικά).
Σήμερα διαπιστώνουμε ότι ο καπιταλιστικός κόσμος έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη καμπή η οποία γίνεται αφετηρία μιας σειράς τάσεων και εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα. Τέσσερις παράγοντες καθορίζουν την καμπή αυτή: 1) Ο πρώτος είναι οικονομικός και σχετίζεται με τις δυσκολίες που παρουσιάζει η καπιταλιστική κερδοφορία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι σχετικά περιορισμένοι (επιδόσεις 2023: παγκόσμια οικονομία 2,9% κυρίως λόγω Κίνας και Ινδίας, ΕΕ 0,8%, ΗΠΑ 2,6%). Το πλανητικό χρέος είναι υπερτριπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ, η διατήρηση του δόγματος περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών φαντάζει δύσκολη ακόμη και στη Γερμανία. 2) Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την έξαρση των πολύμορφων καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (που πάντα παροξύνονται όταν το περιθώριο κέρδους δεν είναι σημαντικό) τόσο στο εσωτερικό των χωρών, μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου της ίδιας χώρας, όσο και διεθνώς, με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς να αποκτούν αυξημένη βαρύτητα. Η έξαρση αυτή αποτυπώνεται στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη αμφισβήτηση της οικονομικής ηγεμονίας της καπιταλιστικής Δύσης (ΗΠΑ, ΕΕ, κ.ά.) από έναν ετερόμορφο πόλο κρατών και οικονομιών (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, BRICS κ.ά.). Έκφραση αυτών των ανταγωνισμών είναι η διαμόρφωση μιας περιόδου όπου οι πολεμικές αναμετρήσεις έρχονται με έντονο τρόπο στο προσκήνιο, ενώ ακόμα και το ενδεχόμενο αντιπαράθεσης με πυρηνικά όπλα δεν αποκλείεται. 3) Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με την οξύτητα με την οποία προβάλλουν ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής τάξης πραγμάτων, όπου κάθε «απάντηση» σε μια πλευρά, οξύνει άλλες, όπως για παράδειγμα οι πολιτικές για το προσφυγικό και η έλλειψη εργατικού δυναμικού, το ενεργειακό πρόβλημα και η περιβαλλοντική κρίση, η διεθνοποίηση και οι εφοδιαστικές αλυσίδες κ.α. 4) Ο τέταρτος παράγοντας είναι ιδεολογικός-πολιτικός και σχετίζεται με τον περιορισμό του εύρους επιρροής και τον κλονισμό που υφίστανται βασικές ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές του αστικού κόσμου. Κλονισμός που δίνει νέες δυνατότητες στις ‒ανασυγκροτημένες ‒ αξίες/ιδέες της κοινωνικής χειραφέτησης και στις κομμουνιστικές απαντήσεις να κατακτήσουν το νου και τη δράση εκατομμυρίων εργαζομένων και νέων σε όλο τον κόσμο.
Α.4 Η διαπάλη κεφαλαίου-εργασίας
Α.4.1 Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις
Οι καπιταλιστικές σχέσεις αρθρώνονται με κεντρικό άξονα την εκμετάλλευση των μισθωτών και την παραγωγή-αγοραπωλησία εμπορευμάτων. Όμως, ούτε αυτή η παραγωγή παραμένει στάσιμη, ούτε οι καπιταλιστικές σχέσεις εξαντλούνται στο πεδίο της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. Αντιθέτως, συγκροτούν ένα ενιαίο πλέγμα, ένα οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό και πολιτισμικό σύνολο με καρδιά τους νέους τρόπους άντλησης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας και τη διατήρηση της πολιτικής κυριαρχίας από την αστική τάξη.
Στο πεδίο της παραγωγής, ενώ οι δυνατότητες που προκύπτουν από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας είναι πρωτοφανείς, η πραγματικότητα του σύγχρονου εργαζόμενου βάφεται με μελανά χρώματα εξαιτίας της ανάγκης του κεφαλαίου για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του. Οι μισθοί συμπιέζονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η απώλεια επιτείνεται από την καταλήστευση του λεγόμενου «έμμεσου μισθού». Το επίπεδο της ανεργίας παραμένει υψηλό –ιδιαίτερα στους νέους και στις γυναίκες. Η ελαστικοποίηση της εργασίας γίνεται μια ακόμη αρνητική σταθερά του εργασιακού τοπίου, ενώ η τηλεργασία τροποποιεί τα δεδομένα της εργασιακής διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το κεφάλαιο αξιοποιεί και «όπλα» που παρέχει το νέο τεχνολογικό-ψηφιακό περιβάλλον για να αντλήσει πρόσθετη υπεραξία, να συμπιέσει την αξία της εργασιακής δύναμης, να αντικαταστήσει με μηχανές, ρομπότ και αυτοματοποιημένα συστήματα, πέρα από χειρωνακτικές, και νοητικές λειτουργίες. Επιβάλει την πλήρη υποδούλωση της εργασίας σε –ευέλικτες και επιλεγμένες από την εργοδοσία– μηχανές, εντείνει τους ρυθμούς δουλειάς και τον εργοδοτικό έλεγχο. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής απειλεί θέσεις εργασίας, ωστόσο, όπως αναδεικνύει και η περίπτωση της Κίνας, τα αναλογικά περισσότερα βιομηχανικά ρομπότ κάλλιστα συνυπάρχουν με την πολυπληθέστατη και υποαμειβόμενη εργατική τάξη. Από την άλλη, ακόμα και το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης περνάει πλέον στις πλάτες της εργατικής τάξης (βλ. μεταρρυθμίσεις σε υγεία, παιδεία, ασφάλιση, κοινωνική κατοικία, κ.α.). Η κερδοφορία του κεφαλαίου εις βάρος της εργασίας ενισχύεται με νέες δυνατότητες ελέγχου-παρακολούθησης των εργαζομένων, εντατικοποίησης της εργασίας, αφυδάτωση της εργασίας από τα δημιουργικά στοιχεία, διεύρυνση της ζώνης του ψηφιακού τεϊλορισμού, επιταχυνόμενη υποταγή της ζωντανής εργασίας στην απονεκρωμένη (και μέσω της τελευταίας στον εργοδότη).
Σαφής είναι η τάση διεύρυνσης της σφαίρας της εμπορευματικής παραγωγής – δηλαδή, η εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Καταρχάς μέσω της υπέρβασης των «βαριδίων» του δημοσίου. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η παραχώρηση σε ιδιώτες της παροχής ή διαχείρισης «δημόσιου έργου», η κάλυψη των κενών που αφήνει η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, η εκμετάλλευση πάσης φύσεως υποδομών, ακόμη και η αστυνόμευση και ο στρατός είναι μερικά από τα νέα πεδία κερδοφορίας. Το κεφάλαιο όμως δημιουργεί και νέους δρόμους ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων. Η νέα ψηφιακή πραγματικότητα του διαδικτύου, της τεχνητής νοημοσύνης, της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης», των big data, της εξέλιξης των επιστημών της ζωής (βιολογία, γενετική, βιοχημεία), αλλά και της σύμπλεξης των δύο αυτών πεδίων (βιοπληροφορική), δημιουργεί δυνατότητες κερδοφορίας σε πεδία που δεν υπήρχαν, με το επιζητούμενο ποσοστό κέρδους. Μια τρίτη εξέλιξη αφορά την επέκταση-διείσδυση των εμπορευματικών σχέσεων σε κάθε πλευρά του ανθρώπινου βίου και της φύσης, μέσω της μετατροπής σε εμπόρευμα της κάλυψης κάθε ανθρώπινης ανάγκης (πνευματικής, ψυχικής, επικοινωνίας, αναψυχής, συναναστροφής, διδασκαλίας, σωματικής ευεξίας κ.λπ.) αλλά και με την ανώτερη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος (υπέδαφος, θάλασσες, δάση, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, νερά, διάστημα).
Η συγκέντρωση-συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ενισχύεται, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς (αγροτοδιατροφή, φάρμακο, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο, ψηφιακό περιβάλλον κ.λπ.) – και θα ενισχυθεί περισσότερο, καθώς πολλές μικρές επιχειρήσεις θα «λυγίσουν» από τα πλήγματα της περιόδου, ιδίως όταν σταματήσει η κρατική στήριξη. Έναν δείκτη αποτελεί ο πρωτόγνωρος μονοπωλιακός ρόλος πολυεθνικών κολοσσών (π.χ. Big Pharma στο φάρμακο, Big Farm στην αγροτοδιατροφή κ.ά.). Ένας άλλος δείκτης είναι η έκρηξη συγχωνεύσεων-εξαγορών (το 2021 αυξημένες κατά 63% σε σχέση με το 2020 και κατά πολύ υπέρτερες του 2007, με κατεύθυνση κυρίως στην τεχνολογία και την περίθαλψη) και το γεγονός ότι τα 20 κορυφαία hedge funds αποκόμισαν το 2021 το 1/3 των συνολικών κερδών.
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διατηρεί κομβικό ρόλο, παρότι θεωρήθηκε υπεύθυνο για την κρίση του 2008. Ο ρόλος αυτός διατηρείται διότι αντανακλά-αξιοποιεί πραγματικές διεργασίες: τη μεγάλη αύξηση της μάζας της αποσπώμενης υπεραξίας στην παραγωγή, από την οποία το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διεκδικεί και αποσπά ένα αυξανόμενο τμήμα (χαρακτηριστικά τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας: 3,2 τρις δολ., από τα οποία 1,4 έχουν επενδυθεί σε ξένες τράπεζες)∙ τον συσσωρευμένο πλούτο που λιμνάζει και αναζητά δρόμους επικερδούς αξιοποίησης∙ τις ευκαιρίες κερδοφορίας που υπόσχονται η αγορά των ομολόγων του δημοσίου και δημόσιου χρέους (88 τρις, ίσο σχεδόν με το παγκόσμιο ΑΕΠ)∙ τέλος, τις δυνατότητες κερδοφορίας που παρέχουν η απελευθέρωση των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών και το νέο ψηφιακό περιβάλλον των ηλεκτρονικών συναλλαγών, των κρυπτονομισμάτων κ.λπ.
Α.4.2 Το κράτος ανασυγκροτείται σε αντιδραστική κατεύθυνση
Σε ό,τι αφορά το κράτος, το πολιτικό σύστημα και τους αστικούς θεσμούς, την περίοδο της πανδημίας εμφανίστηκαν στη δημόσια συζήτηση φωνές (ακόμα και κεντροδεξιές) που έκαναν λόγο για το «τέλος του νεοφιλελευθερισμού» και την «επιστροφή του κοινωνικού κράτους». Αντίστοιχη συζήτηση γίνεται και σε τμήματα της Αριστεράς, με τις προτάσεις για New Deals –με όποιο επίθετο έχουν μπροστά, όπως π.χ. Green New Deal- να ανθίζουν. Στην πράξη όμως οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις που εμφανίζονται σε αντίθεση με τις «ορθόδοξες» επιταγές του νεοφιλελευθερισμού (το περιβόητο αόρατο χέρι της αγοράς) κατά βάση έχουν να κάνουν με την ρύθμιση οξυμμένων καπιταλιστικών αντιφάσεων και των συνεπειών τους και όχι με την αντιμετώπιση της ρίζας των προβλημάτων. Το ζεστό κρατικό χρήμα δίνεται για τη διάσωση των μεγάλων επιχειρήσεων και των καπιταλιστών, και όχι για την βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων. Η σημερινή τάση «επιστροφής του (αστικού) κράτους», στην πραγματικότητα σημαίνει νέους φόρους, μειωμένες κοινωνικές παροχές και μισθούς και φυσικά την ενίσχυση της κρατικής καταστολής. Εκτός όμως από τον έλεγχο και την καταστολή, το αστικό κράτος χρησιμοποιεί την «πειθώ» (στην πραγματικότητα, τον πειθαναγκασμό) και όλους τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς προκειμένου να εσωτερικεύσει ο εργαζόμενος την ανάγκη του συστήματος ως δική του ανάγκη. Ταυτόχρονα, το κράτος και οι κυβερνήσεις επιδίδονται σε μια προσπάθεια συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών, με μερίδες των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Η οικονομική-κοινωνική λειτουργία του αστικού κράτους και οι μορφές συνύφανσής του με το κεφάλαιο αναπροσαρμόζονται. Σε προηγούμενες περιόδους –ιδιαίτερα μεταπολεμικά-, το κράτος προβαλλόταν ως «ουδέτερος» μηχανισμός ο οποίος έθετε στην αγορά ρυθμιστικούς κανόνες ορθολογικής λειτουργίας και μεριμνούσε για την κοινωνική αναπαραγωγή. Στη σημερινή περίοδο υιοθετεί στη λειτουργία του τους κανόνες της αγοράς: απολύει δημόσιους υπαλλήλους, ενσωματώνει σε κοινωνικές υπηρεσίες ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (κόστος-ωφέλεια), οργανώνει τη φορολεηλασία, διαχειρίζεται τα χρέη των εργαζομένων υπέρ των τραπεζών. Σε προηγούμενες εποχές εμφανιζόταν να προστατεύει και ορισμένα στοιχειώδη δικαιώματα της εργασίας· τώρα, με τους νόμους περί εργασιακών σχέσεων και τη γενίκευση της ελαστικής εργασίας ακόμα και εντός του, στρώνει ξεκάθαρα τον δρόμο για την εργοδοσία. Στο προηγούμενο στάδιο λειτουργούσε και ως παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών ή ως φορέας συλλογικών/δημόσιων υποδομών, τώρα εκχωρεί στο κεφάλαιο ή ιδιωτικοποιεί ακόμα και λειτουργίες που ανήκουν στον «στενό» πυρήνα του.
Οι αλλαγές αυτές στο επίπεδο της οικονομικής λειτουργίας του κράτους αντανακλώνται και στις θεσμικές μορφές του. Στο κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο σχετικά αυτοτελής νομοθετικός ρόλος του Κοινοβουλίου και γενικά των αντιπροσωπευτικών αστικών θεσμών περιορίζεται ή γίνεται ανοικτά πλέον ένας τυπικός θεσμός επικύρωσης αποφάσεων που έχουν ληφθεί στα αδιαφανή κέντρα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Γι’ αυτό, πολλές αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου απορροφώνται από την εκτελεστική εξουσία, η οποία κυβερνά όλο και πιο συχνά με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα. Όλο και πιο συχνά ποδοπατείται ακόμη και το ισχύον αστικό Σύνταγμα.
Το δίδυμο επιτήρησης-ελέγχου-χειραγώγησης από τη μια και καταστολής από την άλλη ανασυγκροτείται στο κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και στους ευρύτερους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας. Αυτό προωθείται με την ταυτόχρονη ενίσχυση και των δύο πλευρών του: Την αναβάθμιση των (κλασικών και κυρίως ψηφιακών) μηχανισμών ελέγχου-επιτήρησης, προληπτικής ανίχνευσης και καταστολής, την ισχυροποίηση των μηχανισμών χειραγώγησης-ποδηγέτησης (ΜΜΕ κ.λπ.), την ανάδειξη του παράγοντα «ασφάλεια» σε απόλυτη προτεραιότητα (με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ή την «άκρων»), καθώς και με τη γενίκευση της άγριας καταστολής, τη διαπλοκή αστυνομίας-στρατού-μυστικών υπηρεσιών, τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και την αστυνομοποίηση του στρατού, τους ιδιωτικούς-μισθοφορικούς στρατούς και τις ιδιωτικές εταιρείες security. Την αντιδραστική αναδιάρθρωση όλου του νομοθετικού πλαισίου/δικαίου και της δικαστικής εξουσίας. Τον περιορισμό-συρρίκνωση όποιων δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών που είχαν κατοχυρωθεί τα προηγούμενα χρόνια. Οι μηχανισμοί επιτήρησης-παρακολούθησης και των «πιο κρυφών κυττάρων» μας έχουν διαχυθεί-διεισδύσει παντού και λειτουργούν αδιάκοπα. Οι σύγχρονοι «φάκελοι» περιέχουν πολύ περισσότερα ατομικά στοιχεία από τους παραδοσιακούς, δημιουργούνται από τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου με πληροφορίες που προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό και από την ατομική/εθελοντική χρήση του, δεν καίγονται και μπορούν να πουληθούν σε κρατικές υπηρεσίες, πιθανούς εργοδότες, ασφαλιστικές ή παραγωγικές εταιρείες για την επιβολή μιας χειραγωγούμενης κατανάλωσης.
Τέλος, το κράτος σήμερα ενσωματώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς, τους περιφερειακούς-τοπικούς και τους υπερεθνικούς θεσμούς της αστικής εξουσίας. Περιφέρειες και δήμοι ευθυγραμμίζονται πλήρως με την αντιλαϊκή πολιτική και τις μνημονιακές κατευθύνσεις, αποτελώντας το τοπικό κράτος. Σημαντικές λειτουργίες του κεντρικού κράτους μεταφέρονται στο τοπικό επίπεδό του, χωρίς τις απαραίτητες ή με απολύτως κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις. Ταυτόχρονα με τις ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ, τα μνημόνια και την επιτροπεία, με την αναβαθμισμένη σημασία των υπερεθνικών θεσμών και των διακρατικών συμφωνιών, κρίσιμα στοιχεία της λειτουργίας του εθνικού κράτους δεσμεύονται από τις επιλογές τους, τις εσωτερικεύουν, τις διαχέουν στους κατώτερους κρίκους του. Το ευρύ υπερεθνικό πλέγμα μηχανισμών αστικής εξουσίας δεν είναι μεν υπερκράτος, έχει όμως αποφασιστικό χαρακτήρα, είναι πλήρως ελεγχόμενο από τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και τις τράπεζες, και πλήρως αποστειρωμένο από τη λαϊκή πίεση και έλεγχο, ακόμη και από τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Α.4.3 Οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα
Διαμορφώνεται μια κατάσταση πολιτικής κρίσης των αστικών πολιτικών συστημάτων εκφράσεις της οποίας είναι:
α) Η μεγάλη πολιτική αστάθεια, η ρευστότητα, η δυσκολία να συγκροτηθούν κυβερνήσεις. Οι παράγοντες αυτοί πηγάζουν από την πολιτική δυσπιστία, απογοήτευση, αποστασιοποίηση των «κάτω» (εξ΄ ου και η μειωμένη συμμετοχή στις εκλογές σε πολλές χώρες), από την κρίση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων (υποχώρηση και αποσάθρωση όσον αφορά τη συμμετοχή των μελών τους, αποϊδεολογικοποίηση/αποπολιτικοποίηση/κρίση ταυτότητας-στρατηγικής και ραγδαία μείωση του κύρους τους), την κονιορτοποίηση του πολιτικού χάρτη και την εμφάνιση νέων κομμάτων (που και αυτά δυσκολεύονται να σταθεροποιηθούν).
β) Ο ασφυκτικός περιορισμός της δυνατότητας κυβερνητικών διαχειριστικών λύσεων που να ικανοποιούν σε κάποιο στοιχειώδη βαθμό τις κοινωνικές ανάγκες.
γ) Η ιδιαίτερα επικίνδυνη τάση ανόδου της ακροδεξιάς σε μια σειρά χώρες, η οποία συχνά αναδεικνύεται σε πολιορκητικό κριό του αστικού συστήματος εξουσίας προκειμένου να υποταχθεί το «ταξικό» στο «εθνικό». Η άνοδος αυτή αποτελεί έκφραση της επιθετικότητας του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, στα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, στους μετανάστες, σε καθετί το διαφορετικό, απέναντι στους αγώνες και τις τάσεις αμφισβήτησης της πολιτικής και κυριαρχίας του. Είναι αποτέλεσμα της τρομερής όξυνσης των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, της «επιστροφής» του κεφαλαίου στο εθνικό πεδίο (για να αντλήσει δύναμη για τη διεθνή μοιρασιά της λείας) και της ικανότητας προσφοράς μιας ψευδαίσθησης στους φτωχούς του κάθε έθνους ότι μια «εθνική πολιτική» και η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες θα μπορέσουν να καλύψουν κάπως την κοινωνική τους γύμνια.
Εντός της αστικής πολιτικής σήμερα διακρίνονται τρία κύρια ρεύματα: Ένα ρεύμα με κύριο στοιχείο την προώθηση αντεργατικών αναδιαρθρώσεων με νεοφιλελεύθερη αφετηρία, με έμφαση στην πλήρη ελευθερία των αγορών, στα «ατομικά δικαιώματα» (και την «ατομική ευθύνη»), στον κοσμοπολιτισμό, στον επιστημονισμό, στις διακηρύξεις κατά των διακρίσεων και στη «συμπερίληψη». Ένα-δεύτερο- ακροδεξιό νεοσυντηρητικό ρεύμα, με έμφαση στις «παραδοσιακές αξίες», στον εθνικισμό/ρατσισμό, στο μισογυνισμό και στον ανορθολογισμό, ή και τον καλυμμένο ή ακόμα και ανοιχτό νεοφασισμό. Και τρίτο, ένα ρεύμα της αστικά μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας. Τα ρεύματα αυτά δεν χωρίζονται με σινικά τείχη. Κατ’ αρχήν όλα υπηρετούν τις αξίες του κέρδους, της ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης, παρά τις δευτερεύουσες διαφορές τους, που σε σημεία είναι σημαντικές. Επιπλέον, το κάθε ρεύμα «προσαρμόζεται» στο βαθμό που το απαιτούν οι συνθήκες και ο συσχετισμός δυνάμεων σε κάθε χώρα και συγκυρία, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που είτε συγκυβερνούν, είτε συνυπάρχουν ακόμα και στο ίδιο κόμμα. Όλα αυτά τα συστημικά ρεύματα συμβάλλουν-επιδρούν στην αντιδραστική αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Υπάρχουν προσπάθειες ανασυγκρότησης των συστημικών κομμάτων ώστε να αντιστοιχηθούν με τις σύγχρονες ανάγκες της αστικής τάξης. Διαπιστώνεται μετατόπιση του αστικού πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά και ακροδεξιά, με χαρακτηριστική -αλλά όχι μοναδική- εκδήλωση την σαφή τάση ανόδου διαφόρων εκδοχών της ακροδεξιάς (ανάμεσα τους και φασίζουσες τάσεις και ρεύματα) σε κρίσιμες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η τάση αυτή -που αποτυπώνει την οξυμένη επιθετικότητα της αστικής πολιτικής σε συνέχεια και τομή, αλλά όχι σε αντίθεση με τις βασικές επιλογές των «κλασικών» αστικών κομμάτων- συνοδεύεται από μεγάλη υποχώρηση «αριστερόστροφων» πολιτικών σχηματισμών που διεκδίκησαν να διαχειριστούν την κυβερνητική εξουσία σε συνθήκες παροξυσμού της αστικής επίθεσης σε όλα τα πεδία. Εμβληματικά παραδείγματα αποτελούν η άνοδος του ακραίου νεοφιλελεύθερου Μίλει στην Αργεντινή, χώρα των γνωστών πειραμάτων διαχείρισης του Περονισμού, όπως και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών ακροδεξιών κομμάτων στην Ελλάδα, όπου παράλληλα εξελίσσονται οι γνωστές εκφυλιστικές εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ, ή ακόμα και η ραγδαία άνοδος του AfD στη Γερμανία με κατάρρευση του Die Linke το οποίο συγκυβερνούσε σε μια σειρά κρατίδια, κ.α.
Οι κυβερνήσεις συνασπισμών εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην προσπάθεια να υπάρχει ευρύτερη συναίνεση στη διαμόρφωση, υλοποίηση και εφαρμογή των αντιλαϊκών πολιτικών και αναδιαρθρώσεων, αλλά και γιατί συνήθως δεν υπάρχουν τα μεγάλα κόμματα του παρελθόντος και της κλασικής διπολικής εναλλαγής. Με πολιτικούς ηγέτες δημιουργήματα των media, φαινομενικά «λαοπρόβλητοι» ή μακριά από τον «παραδοσιακό» τρόπο ανάδειξης μέσω των κομμάτων. Οι αστικές εκλογικές διαδικασίες παίρνουν -σε ολοένα και περισσότερες χώρες- τον χαρακτήρα κυριαρχίας ενός αγοραίου star system, όπου όσο πιο «δημοφιλής» είναι ο αρχηγός τόσο πιο ισχυρός νιώθει για να εξαπολύσει αντεργατική επίθεση. Η αστική πολιτική αποκτά ολοένα και περισσότερο στοιχεία «καταναλωτικής επιλογής», «θεάματος», με την «αμερικανοποίηση» της πολιτικής αντιπαράθεσης, την αντικατάσταση της πολιτικής διαπάλης και των προγραμμάτων από τις «ατάκες» και τις ανούσιες διαφημιστικές καμπάνιες, στοιχεία που εδράζονται στη βαθιά συμφωνία και αποδοχή των βασικών πυλώνων και κατευθύνσεων της αστικής πολιτικής από όλα τα κόμματα, δεξιά, ακροδεξιά, «κεντρώα» και «αριστερά».
Α.4.4 Η πορεία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης
Με την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία εντάθηκε η συζήτηση για την πορεία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης: από τη μια, η τάση για περαιτέρω «παγκοσμιοποίηση» των εμπορικών, χρηματοοικονομικών και άλλων ροών του κεφαλαίου και της ψηφιακής διασυνδεσιμότητας και, από την άλλη, η προσωρινή επιστροφή στο εθνικό έδαφος για συμμετοχή στη διεθνή αρένα σχεδόν αποκλειστικά με βάση την «εθνική δύναμη» (π.χ. “America First” του Τραμπ, Brexit).
Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος, τα πλήγματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες (π.χ. Evergreen/Σουέζ), η προσφυγή στον «αναπνευστήρα» της κρατικής ενίσχυσης -που κυρίως υφίσταται εντός των χωριστών κρατών-, οι συγκρούσεις για τους ενεργειακούς πόρους και δρόμους κ.α., αποτύπωσαν την ενίσχυση των τάσεων ανταγωνισμού και ισχυροποίησης των απόψεων για επιστροφή στο «εθνικό εφαλτήριο», αλλά και την παρόξυνση της διαπάλης για την αποκρυστάλλωση ενός νέου συσχετισμού. Αυτό απέχει πολύ από το να οδηγεί σε αναστροφή της τάσης για ευρύτερη και βαθύτερη καπιταλιστική διεθνοποίηση. Στην πράξη, διεθνοποίηση και ανταγωνισμός βαδίζουν χέρι-χέρι στον καπιταλισμό, ανεξάρτητα από την ένταση τους ανά περίοδο και φάση, καθώς και οι δύο αποτελούν αντικειμενικές διαδικασίες στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αναδιάταξη και αναπροσαρμογές (π.χ. θωράκιση έναντι των τρωτών σημείων των εφοδιαστικών αλυσίδων), αλλαγές συσχετισμού εντός της, θα έχουμε, ίσως και προσωρινή επιβράδυνση, όμως όχι ανακοπή και πολύ περισσότερο αναστροφή της τάσης για καπιταλιστική διεθνοποίηση.
Αυτό συμβαίνει γιατί η καπιταλιστική διεθνοποίηση πέρα από εγγενής τάση του κεφαλαίου (διεύρυνση των ορίων του για την μέγιστη δυνατή κερδοφορία) αποτελεί την βάση συγκρότησης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Υλοποιείται μέσα από πολλούς μηχανισμούς και διαδικασίες (ξένες άμεσες επενδύσεις, χρηματοοικονομικές ροές, ροές εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, πληροφοριών κ.ά.), από πολλά «υποκείμενα» (πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται με εθνική αφετηρία ή/και ανεξάρτητα από αυτήν, αστικά κράτη, καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, περιφερειακοί οργανισμοί και συμφωνίες κ.ά.), μεταξύ των οποίων κάποια έχουν ηγεμονική θέση, και με διαρκή συνύπαρξη-διαπάλη των τάσεων επέκτασης-ανταγωνισμού, προστασίας του «δικού» μας αλλά και βουλιμίας για το «δίπλα».
Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν εξελίξεις και περιπτώσεις από τις οποίες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις κλονίστηκαν και σε άλλες αμφισβητήθηκαν (κυρίως από τα πάνω, π.χ. Brexit), σε κάποιες φάνηκε ότι το υφιστάμενο επίπεδο ενοποίησης είναι κατώτερο των αναγκών τους (π.χ. η ενιαία πολιτική της ΕΕ), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι συγκρούσεις μεταξύ των μελών τους (π.χ. υγειονομικό υλικό/εμβόλια στην πανδημία, μεταναστευτική πολιτική και πόλεμος Ουκρανίας/κυρώσεις, κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ) σε τίποτα δεν θύμιζαν συμμάχους και κατοίκους ενός «κοινού σπιτιού». Ωστόσο, δεν υποχώρησαν ούτε αποδιαρθρώθηκαν∙ αντιθέτως, μετά από επαναδιαπραγματεύσεις βαθαίνουν τον αντιδραστικό -για τον κόσμο της εργασίας- χαρακτήρα τους. Επιπλέον, τα νέα δεδομένα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η προοπτική μιας ενεργειακής κρίσης διαρκείας και η ανάγκη ανασχεδιασμού των εφοδιαστικών αλυσίδων κάνουν ακόμη πιο αναγκαίες για το κεφάλαιο τις μορφές καπιταλιστικής ενοποίησης και ολοκλήρωσης.
Α.4.5 Ένα νέο εργατικό κίνημα πασχίζει να γεννηθεί
Στην αντίπερα όχθη εμφανίζεται, με την μορφή της άμπωτης και της πλημμυρίδας, ένα μαχητικό και ριζοσπαστικό ρεύμα που παρά τις αντιφάσεις του έχει αφήσει έντονο το αποτύπωμα του στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Από την λαϊκή εξέγερση στη Χιλή έως την παρατεταμένη κοινωνική αναταραχή στη Γαλλία και τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και εκρήξεις στον λεγόμενο τρίτο κόσμο (Ιράκ, Λίβανο, Ινδονησία, Μιανμάρ, Μπαγκλαντές, κ.α.), μέχρι τις ριζοσπαστικές διεργασίες στις Η.Π.Α., οι «από κάτω» δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συμβιβαστούν με τη «μισή ζωή» που τους διαμορφώνει το σύστημα. Αυτή η άνοδος της κινητικότητας των μαζών οφείλεται καταρχάς στην εκρηκτική όξυνση του κοινωνικού ζητήματος και σε αυτή την κινητικότητα πρωταγωνιστεί η νέα γενιά η οποία δεν μπορεί στοιχειωδώς να δει κάποια θετική προοπτική στον ορίζοντα.
Παρουσιάζονται κάποια κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να μελετηθούν, καθώς εκφράζουν σύγχρονες τάσεις αντίστασης και χειραφέτησης, αλλά και την χαρακτηριστική αδυναμία του σύγχρονου καπιταλισμού να ενσωματώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Ο συνδυασμός νέων αλλά και πιο παραδοσιακών μορφών πάλης (π.χ. η Γαλλία των κίτρινων γιλέκων αλλά και των απεργιών σιδηροδρομικών-εκπαιδευτικών), η μεγάλη διάρκεια της αντιπαράθεσης που την ακολουθεί συχνά αντίστοιχα μεγάλη περίοδος υποχώρησης, η μαχητικότητα των μορφών πάλης και η διάθεση για σύγκρουση, οι τάσεις γρήγορης διεθνοποίησης (π.χ. πρόσφατες κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη, ή το γκρέμισμα των αγαλμάτων-συμβόλων του ρατσισμού μετά την δολοφονία Φλόυντ) διαπερνούν οριζόντια τα σύγχρονα κινήματα.
Παράλληλα, εκφράζεται μια συνέχεια και μια διαδοχικότητα της ταξικής πάλης, όπου οι κοινωνικές πρωτοπορίες που γεννιούνται φαίνεται να τροφοδοτούν τις επόμενες. Στην Γαλλία τις «όρθιες νύχτες», ακολούθησαν τα «κίτρινα γιλέκα» που με τη σειρά τους έδωσαν την σκυτάλη σε νέους αγώνες. Το Black lives matter εξέφρασε στοιχεία από παλιότερα κινήματα στις Η.Π.Α. όπως το Occupy Wall Street ή το κίνημα για 15 δολάρια ωρομίσθιο, αλλά και την ιστορική αντιπαράθεση με τον ρατσισμό ως θεμελιακό στοιχείο συγκρότησης του Αμερικάνικου κράτους. Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι μια τάση επιστροφής της εργατικής συσπείρωσης/οργάνωσης στην καρδιά της καπιταλιστικής παραγωγής. Η συγκρότηση σωματείων στην καρδιά του σύγχρονου καπιταλισμού (Google, Amazon, Starbucks, UPS κ.α.) οι γιγαντιαίες απεργίες άνω των 200 εκατομμυρίων εργατών στην Ινδία, αλλά και η μεγαλύτερη σε διάρκεια απεργία στην Γαλλία -ακόμα και από τον ιστορικό Μάη του ΄68-, έχουν βαλθεί να αποδείξουν πόσο λάθος έκαναν όσοι βιάστηκαν να ξεγράψουν την εργατική τάξη. Παράλληλα, με δυναμισμό εμφανίζονται στο προσκήνιο αντιπολεμικοί αγώνες, φεμινιστικοί αγώνες, όπως και αγώνες ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.
Βασικός λόγος για τον οποίο οι αγώνες αυτοί, παρά την δημιουργικότητα και τον ηρωισμό τελικά περιορίζονται και χάνουν τη δυναμική τους είναι η εκκωφαντική απουσία μιας συνολικής πολιτικής πρότασης και προοπτικής από την σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Ο εκφυλισμός του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος και η επίδραση της αστικής ιδεολογίας συντείνουν ώστε συχνά νέα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης να συγκροτούνται σε απόσταση από τις παρακαταθήκες και τους χειραφετητικούς σκοπούς της αριστεράς, με χαρακτηριστική την περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων ή την πρώτη φάση των πλατειών στην Ελλάδα με την εχθρότητα απέναντι σε κάθε τι οργανωμένο. Έτσι, παρά το ότι μπορεί να τίθενται επιμέρους ριζοσπαστικοί στόχοι (π.χ. η διακοπή της συμβολής των πανεπιστημίων ή των εταιρειών στην πολεμική σφαγή στην Γάζα), η ανάπτυξη της συνείδησης μένει μέχρι τα μισά του δρόμου και καταλήγει να εγκλωβίζεται στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι ή να περιορίζεται σε ακτιβίστικες ενέργειες, αντιλήψεις και χώρους-νησίδες μερικής αμφισβήτησης του συστήματος χωρίς συνολική επαναστατική προοπτική. Η αναγέννηση μιας νέας κομμουνιστικής ελπίδας για τους σύγχρονους κολασμένους κρίνεται παραπάνω από επιτακτική, και δεν μπορεί παρά να αναπτυχθεί στο εύφορο πεδίο του σύγχρονου κινήματος.
Α.5 Ο καπιταλισμός απειλεί την προοπτική της ανθρωπότητας
Α.5.1 Ο πόλεμος έρχεται με ένταση στο προσκήνιο
Όπως αναλύθηκε παραπάνω, ζούμε σε μια εποχή έντονης διαπάλης για την παγκόσμια ηγεμονία/κυριαρχία.
Έκφραση της διαπάλης αυτής, με πολλαπλές μάλιστα διαστάσεις ‒αλλά και αιματηρός και καταστροφικός δρόμος διαμόρφωσης αυτού του νέου συσχετισμού‒,αποτέλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία· ένας πόλεμος που αναμφίβολα
συνιστά σημείο καμπής και αφετηρία μιας νέας φάσης, στην οποία ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος στη Γάζα και οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή.
Αυτές οι πολεμικές αναμετρήσεις αναπτύσσονται ως μικρογραφίες παγκόσμιου πολέμου με υπαρκτό τον κίνδυνο να διαχυθούν και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Αν μιλούσαμε με όρους του Μεγάλου (Πρώτου Παγκοσμίου) Πολέμου και τα λόγια του Λένιν, η αναμέτρηση στην Ουκρανία είναι ο ορισμός του ιμπεριαλιστικού, άδικου και αντιδραστικού πολέμου και από τις δύο πλευρές. Ακόμη ορθότερα ωστόσο, θα πρέπει να μιλάμε για φονικούς πολέμους του κεφαλαίου στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπου εμφανίζονται όλα τα απαίσια χαρακτηριστικά των πολέμων της εποχής του ιμπεριαλισμού, μαζί με την υπερ-ανάπτυξη άλλων ποιοτικών πλευρών όπως η οργανικότερη σύμφυση με τους οικονομικούς πολέμους, ο νέος πυρηνικός κίνδυνος, η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης, ο πόλεμος των πληροφοριών, ο δορυφορικός διαστημικός πόλεμος και άλλα.
Διαμορφώνεται μια νέα φάση, κατά την οποία φαίνεται ότι θα παραμένουν ενεργές οι πολεμικές επιχειρήσεις σε «περιφερειακά» μέτωπα, αλλά ταυτόχρονα τα τύμπανα του πολέμου θα ηχούν και σε περιοχές όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των μεγάλων ή και των μικρότερων γεωπολιτικών παικτών (π.χ. Νότια Σινική Θάλασσα, ζώνη επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, Βορειοδυτικό Πέρασμα, Μέση Ανατολή, Αφρική). Σε αυτό το σκηνικό ξεχωρίζει η βαρβαρότητα της συνεχιζόμενης σφαγής των Παλαιστινίων που απειλούνται με πραγματική γενοκτονία από το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος γενικότερης ανάφλεξης στην περιοχή με βάση και τις ενέργειες του Ισραήλ που προκαλεί διαρκώς με επιθέσεις σε Ιράν και Χεζμπολάχ στο Λίβανο, επιχειρώντας να τους σύρει σε ανοιχτή πολεμική εμπλοκή.
Οι συνεχιζόμενες πολεμικές αντιπαραθέσεις -εκτός των άλλων-, οξύνουν τα λαϊκά προβλήματα και την ακρίβεια, εντείνουν το καθεστώς μονόπλευρης-χειραγωγημένης ενημέρωσης-προπαγάνδας, χτυπούν περαιτέρω τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες, αυξάνουν τον μιλιταρισμό, λειτουργούν ενισχυτικά στους εθνικισμούς και τους ρατσισμούς κάθε είδους, δημιουργούν νέους μαζικούς προσφυγικούς ξεριζωμούς. Η πρωτοφανής αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα επιφέρει νέα πλήγματα στα ήδη κουτσουρεμένα κονδύλια για την υγεία, την παιδεία, τις λαϊκές ανάγκες κ.ο.κ. Με πρόσχημα τη Ρωσική απειλή και καθώς τα οπλοστάσια των χωρών μελών του ΝΑΤΟ έχουν αδειάσει με αποστολές στην Ουκρανία, δρομολογούνται επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία και κάλυψη των στόχων του ΝΑΤΟ για πολεμικές δαπάνες άνω του 2% σε κάθε χώρα-μέλος (18 από τις 31 χώρες το έχουν ήδη ξεπεράσει). Η εγχώρια αστική τάξη, με μπροστάρη την κυβέρνηση της ΝΔ και με τη συναίνεση των κομμάτων του αστικού πολιτικού συστήματος, δηλώνει ότι θα ξεπεράσει το 3% του ΑΕΠ για πολεμικές δαπάνες, επιδιώκοντας την όλο και βαθύτερη πρόσδεση της χώρας στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο και ‒μέσω και αυτής‒ την αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά στον ανταγωνισμό με την αστική τάξη της Τουρκίας.
Το ίδιο κλίμα επικρατεί πανευρωπαϊκά, με την Γερμανία να επανεξοπλίζεται και την
Γαλλία δια στόματος Μακρόν να κάνει λόγο για χερσαίες επιχειρήσεις στην Ουκρανία.
Με βάση τα λόγια κορυφαίων αξιωματούχων της Ε.Ε, «Αν θέλει ειρήνη, η Ευρώπη πρέπει να ετοιμασθεί για πόλεμο», συμπληρώνοντας ότι «πρέπει να περάσουμε σε λειτουργία οικονομίας πολέμου».
Στους λαούς αναπτύσσεται μεγάλη ανησυχία, φόβος και αγανάκτηση. Μεγάλο κομμάτι του κόσμου δεν πείθεται από την αφήγηση του «καλού ΝΑΤΟ και της κακής Ρωσίας», του «καλού Ισραήλ και της πολιτισμένης Δύσης και των κακών Παλαιστινίων και Αράβων», της σύγκρουσης δημοκρατικών-αυταρχικών καθεστώτων∙ αντίθετα, θέλουν ειρήνη και αρνούνται την πολεμική εμπλοκή των χωρών τους. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, με το μακελειό στην Παλαιστίνη και τον πόλεμο του Ισραήλ, κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου σε πολλές χώρες του κόσμου –ειδικά στη Δύση, όπου οι μαζικές κινητοποιήσεις έγιναν παρά τις απαγορεύσεις μιας σειράς κυβερνήσεων (Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.). Το νέο αυτό κύμα αλληλεγγύης και αντιπολεμικής δράσης έχει εν μέρει και αντι-ΝΑΤΟϊκά και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Στον αραβικό κόσμο, αυτό το κύμα είχε και διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς ήρθε σε αντιπαράθεση με τη στάση και τα συμφέροντα των αντιδραστικών καθεστώτων της περιοχής. Ξεχωριστή σημασία έχει η φοιτητική έκρηξη αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Από την άλλη, αυτή η πολεμική προετοιμασία είναι που φουντώνει το μίσος για τον «άλλο», τους κάθε λογής εθνικισμούς, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και εντέλει ενισχύει όλες τις μορφές της ακροδεξιάς.
Ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο
Η λυσσώδης προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία απέναντι στην ανοδική πορεία της Κίνας, αξιοποιώντας την πανίσχυρη στρατιωτική τους δύναμη, το δολάριο και γενικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ελέγχουν, καθώς και το τεχνολογικό προβάδισμα (αν και αυτό φθίνει) είναι κορυφαίος παράγοντας αστάθειας και απειλής της ειρήνης. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν την θέση τους ως ηγέτιδα δύναμη ενός ΝΑΤΟ και ενός τόξου «δημοκρατικών χωρών» που αντιπαρατίθενται στα «αυταρχικά καθεστώτα» και θα επιβάλλουν δήθεν «συνθήκες διεθνούς ασφάλειας» μέσω μιας νέας κούρσας εξοπλισμών. Η στρατηγική περικύκλωσης της Ρωσίας (που στρέφεται έμμεσα και εναντίον της Κίνας) είναι σταθερή επιδίωξη και αναπτύσσεται συνεχώς ανοίγοντας νέα μέτωπα, όπως έδειξε και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Προς το παρόν, η στρατιωτική αντιπαράθεση με την Κίνα μοιάζει μακρινό σενάριο, ωστόσο εκδηλώνονται στοιχεία μιας επιθετικής τακτικής και στον Ειρηνικό με τη συμφωνία AUKUS και την αμφισβήτηση του status quo σε Ταϊβάν και Χονγκ Κονγκ. Η διαδικασία αυτή -ανάμεσα στα άλλα- διαμορφώνει και εντάσεις στο εσωτερικό των Η.Π.Α. με διαπάλη που μπορεί να μην αμφισβητεί την ουσία της επιδιωκόμενης κατεύθυνσης, διαμορφώνει όμως τεταμένη αντιπαράθεση γύρω από τους δρόμους και τα μέσα προώθησης (π.χ. ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος τώρα, Ρωσία ή Κίνα;) και σε συνδυασμό με άλλους κοινωνικούς και ιδεολογικούς παράγοντες διαμορφώνει έναν ιδιότυπο εσωτερικό διχασμό.
Ο κλονισμός της κυριαρχίας/ηγεμονίας των ΗΠΑ γίνεται ταυτόχρονα με την ορμητική οικονομική αλλά και γεωπολιτική ανάδυση της Κίνας, αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων και πολυπληθών κρατών. Μια άμεση σύγκριση της αθροιστικής μεταβολής του ΑΕΠ ως το 2023 σε σχέση με το 2017 είναι αποκαλυπτική: Το ΑΕΠ της Κίνας έχει αυξηθεί κατά 20,2%, των ΗΠΑ κατά 8,1% και της Ευρωζώνης κατά 3%. Η συμμαχία Κίνας-Ρωσίας-Ιράν έχει διαμορφώσει έναν ισχυρό δεύτερο πυλώνα σε πολιτικό, οικονομικό και (λιγότερο σε) στρατιωτικό επίπεδο, όπου ο αντίπαλος δυτικός πόλος είναι σαφώς πιο συγκροτημένος και με τη συμμετοχή δεκάδων ισχυρών κρατών. Η Κίνα δεν διαθέτει σημαντική στρατιωτική παρουσία εκτός των συνόρων της και η στρατηγική της είναι πρωτίστως η εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος», της πρωτοκαθεδρίας στο 5G, της πρωτοβουλίας “Made in China 2025”, που θα της επιτρέψει να γίνει πρώτη τεχνολογική δύναμη το 2024. Η παρουσία της στον Ινδικό Ωκεανό, την Αφρική αλλά και τη Λατινική Αμερική ενισχύεται με γρήγορο ρυθμό, αξιοποιώντας στην περίπτωση χωρών όπως η Βενεζουέλα, η Κούβα κ.ά. ακόμα και το χαρτί του αντιϊμπεριαλισμού. Σε επίπεδο ρητορικής γίνεται λόγος για ανατροπή του «μονοπολικού» κόσμου των ΗΠΑ από μια «πολυπολικότητα» που θα χωράει περισσότερους παίκτες. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν μπορεί να γίνει ούτε ειρηνικά, ούτε μόνιμα. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, αλλά και η τάση για (πολεμική τελικά) διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης ιεραρχίας οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος (με ανάδειξη κυρίαρχου ηγεμόνα), αποτελεί «νόμο» του καπιταλισμού, αλλά και τη θεμέλια βάση του κινδύνου του πολέμου που αναγεννάται διαρκώς εντός του.
Α.5.2 Η περιβαλλοντική καταστροφή
Η πραγματικότητα που συνθέτουν οι περιβαλλοντικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή σχετίζεται άμεσα με τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και συνολικά του τρόπου ζωής ιδιαίτερα στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ως βασικό όρο της ύπαρξης του την διαρκώς αυξανόμενη οικονομική μεγέθυνση. Αυτό συνεπάγεται –μεταξύ άλλων- αύξηση της εισροής ενέργειας και πρώτων υλών, οι οποίες αποσπώνται από τη φύση, και αύξηση της εκροής αποβλήτων, τα οποία καλείται να απορροφήσει η φύση. Οι αυξανόμενες αυτές εισροές και εκροές βρίσκονται σε σύγκρουση με τον πεπερασμένο χαρακτήρα της βιόσφαιρας, θέτοντας το θεμέλιο για την περιβαλλοντική κρίση. Τα ζητήματα της βιωσιμότητας του πλανήτη και της φύσης δεν περιλαμβάνεται στον σχετικά βραχυπρόθεσμο ορίζοντα των αποφάσεων του κεφαλαίου που κριτήριο έχουν τον μονοδιάστατο κανόνα των κερδών.
Η ανθρώπινη παρέμβαση σήμερα, στη βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ανταγωνίζεται πλέον τις βασικές βιογεωχημικές διαδικασίες του πλανήτη. Τα προβλήματα που αφορούν το περιβάλλον είναι πολλαπλά και πολυδιάστατα: Η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα έχει αυξηθεί κατά 40% σε σχέση με την περίοδο πριν την Βιομηχανική Επανάσταση, πολλά είδη εξαφανίζονται από τον πλανήτη με επιταχυνόμενο ρυθμό, η κλιματική αλλαγή, η αποψίλωση των δασών, η καταστροφή των κοραλλιογενών υφάλων, η απερήμωση του εδάφους, η αυξανόμενη τοξικότητα του περιβάλλοντος και η πλαστική ρύπανση των θαλασσών, αλλά και η μεταπήδηση στον άνθρωπο παθογόνων μικροοργανισμών (λόγω βιασμού του περιβάλλοντος και αποψίλωσης των δασών, κυρίως από τις αγροτοδιατροφικές πολυεθνικές) που προκαλούν ζωοανθρωπονόσους -τις επιπτώσεις μιας τέτοιας βιώσαμε με την πανδημία-, είναι κάποια από τα σημαντικότερα προβλήματα. Τα παραπάνω συνδέονται μεταξύ τους συστημικά: δεν μπορεί να επιλυθεί κάποιο από αυτά, αφήνοντας ανέγγιχτα όλα τα υπόλοιπα και πάνω απ’ όλα αφήνοντας ανέγγιχτους τους ακρογωνιαίους λίθους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – ειδικά στον σημερινό ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Η κεντρική ιδέα του κεφαλαίου στις περιβαλλοντικές καταστροφές και την κλιματική αλλαγή είναι η ανάλυση-κατάτμηση του περιβάλλοντος και της προστασίας του σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες (δηλαδή, εμπορεύματα, με αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία), τα οποία τιμολογούνται και στη συνέχεια η (μερική έστω) ενσωμάτωση αυτού του κόστους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, μέσω της δημιουργίας αγορών περιβαλλοντικών προϊόντων, παρέχοντας τα αγοραία κίνητρα για τη μεταβολή των τιμών στις υφιστάμενες αγορές. Η αναγωγή της φύσης ολοένα και περισσότερο σε ανταλλακτικές αξίες συνεπάγεται τον μετασχηματισμό της σε ένα άθροισμα συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών τα οποία τιμολογούνται διαχωρισμένα από τη βιόσφαιρα αλλά και από τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα των οποίων αποτελούν αναπόσπαστα μέρη. Η πρακτική αυτή βασίζεται στην λαθεμένη αστική αντίληψη ότι το περιβάλλον δεν διέπεται από οικοσυστημικές σχέσεις, αλλά μπορεί να αναλυθεί σε ξεχωριστά μέρη, τα οποία μπορούν απλώς να συναθροιστούν. Η αρχή ότι τα περιβαλλοντικά κόστη χρεώνονται στους ατομικούς υπαίτιους της ρύπανσης έχει τελικά εφαρμογή στους απλούς καταναλωτές. Οι επιχειρήσεις συνήθως μεταθέτουν το κόστος αυτό στο προϊόν με τη μορφή υψηλότερων τιμών. Πρόκειται για μια ολόκληρη αντίληψη απόδοσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων στην ατομική ευθύνη των καταναλωτών, κυρίως των ανεπτυγμένων χωρών. Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» εύκολα μετατρέπεται στο αντίστροφό της, δηλαδή «ο πληρώνων ρυπαίνει», καθώς π.χ. με το χρηματιστήριο ρύπων επιτρέπεται σε ιδιώτες, επιχειρήσεις ή κράτη να αγοράζουν το δικαίωμά τους να ρυπαίνουν. Αντίθετα, σε ένα αντικαπιταλιστικό οικολογικό πλαίσιο και στην κομμουνιστική αντίληψη, η φύση νοείται ως ένα σύνολο ανεκτίμητων αλληλοσυσχετιζόμενων οικοσυστημάτων και διεργασιών, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρωπότητας, καθώς είμαστε συνδεδεμένοι μαζί της ως βιολογικά και κοινωνικά όντα.
Α.5.3 Αυταρχική θωράκιση του κράτους και τσάκισμα των λαϊκών ελευθεριών
Πορείες και απεργίες κηρύσσονται παράνομες, διαδηλωτές χάνουν την ζωή τους ή την όραση τους από ευθείες βολές της αστυνομίας (Γαλλία, Χιλή), ο στρατός και η αστυνομία καθιερώνουν τη μόνιμη παρουσία τους στις μεγάλες μητροπόλεις. Πολιτικές οργανώσεις και αγωνιστές παρακολουθούνται, ενώ το νομοθετικό έργο κόβεται και ράβεται πλήρως με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει πλέον ούτε καν η στοιχειώδης αστική νομοθετική κατοχύρωση ορισμένων βασικών δικαιωμάτων, ενώ το λεγόμενο «εργατικό δίκαιο» έχει μετατραπεί σε «εργοδοτικό δίκαιο». Η θέση περί κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού επιβεβαιώνεται πλήρως, καθώς οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονται κατά κύριο λόγο από ορισμένες επιτροπές, ανεξάρτητες αρχές και ειδικούς θεσμούς (π.χ. Κομισιόν), ενώ τα αστικά κοινοβούλια παρακάμπτονται εύκολα και συχνά από προεδρικά διατάγματα και Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Από την Ελλάδα μέχρι την Καταλονία η «δημοκρατική» Ε.Ε. έχει ακυρώσει και παραβιάσει κάθε αποτέλεσμα δημοψηφίσματος, ενώ ειδικά την περίοδο της πανδημίας ένα σκοτάδι αυταρχισμού απλώθηκε σε όλο τον πλανήτη με απαγορεύσεις κυκλοφορίας, παρακολούθηση των πολιτών και σκληρή καταστολή. Το σκάνδαλο των υποκλοπών και παρακολουθήσεων από ΕΥΠ και predator στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο η ανοιχτή εκ των υστέρων νομιμοφανής συγκάλυψή του, αποτελεί ταυτόχρονα απειλή και πρόκληση.
Η επίθεση στις πολιτικές ελευθερίες, η άνοδος της ακροδεξιάς, συνολικά η αντιδημοκρατική στροφή του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο σιαμαίος αδερφός της βαθύτερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Δεν αποτελεί «εξαίρεση», ή εκτροπή, δεν είναι κάποιο αυταρχικό κατάλοιπο του παρελθόντος ή κάποια επιλογή της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, αλλά η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί τόσο στη σύγχρονη καπιταλιστική επιθετικότητα και στην ανάγκη σταθεροποίησης των βαθιών αντεργατικών «μεταρρυθμίσεων», όσο και στο διαρκή φόβο του συστήματος για νέου τύπου εξεγερτικά ή ακόμη και επαναστατικά γεγονότα. Για αυτό ακριβώς το λόγο το δικαίωμα στον αγώνα, στην απεργία, στη μαχητική διαδήλωση, στη συλλογική αντίσταση, μπαίνουν στο στόχαστρο των κυρίαρχων.
Α.5.4 Η όξυνση του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού
O σύγχρονος καπιταλισμός επιχειρεί μια βουτιά στην αντίδραση και στο πεδίο των αξιών και συνολικά του κοινωνικού πολιτισμού. Ενισχύεται ο ατομικός δρόμος έναντι του συλλογικού, τα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και εμφυλίου των φτωχών με έπαθλο την επιβίωση. Η αστική πολιτική στηρίζεται κατά βάση στην λογική: «κοίταζε την πάρτη σου» και «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Και όλα αυτά υπό το διαρκές άγχος της καθημερινότητας, την επιδείνωση της ψυχικής υγείας, των λειψών και ανταγωνιστικών διαπροσωπικών σχέσεων στα πρότυπα του survivor. Οξύνεται η αποξένωση και θρυμματίζονται οι κοινωνικές σχέσεις. Μέσα σε αυτό το αντιδραστικό τοπίο, η διαιώνιση των στερεοτύπων περί κατωτερότητας των γυναικών, η ενίσχυση πατριαρχικών αντιλήψεων, η υποτίμηση των ανθρώπων με διαφορετικό χρώμα και καταγωγή, συγκροτούν ένα ιδεολογικό - αξιακό πλαίσιο ιστορικής οπισθοδρόμησης του κοινωνικού πολιτισμού. Οι ιδέες αυτές δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη ακροδεξιά, αλλά διασχίζουν συνολικά τα κυρίαρχα ρεύματα, πολλές κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, οι «φιλελεύθερες» αστικές δυνάμεις εμφανίζονται ψευδεπίγραφα ως οι «θεραπευτές» μιας νοσηρής κατάστασης που οι ίδιες δημιουργούν: υποστηρίζουν υποκριτικά τα ατομικά δικαιώματα -πάντα όμως ως ατομική υπόθεση- ή ως θέμα έστω μιας ομάδας ή «ταυτότητας», αποκομμένα από το κοινωνικό πλαίσιο των διακρίσεων και πάντοτε μέσα στα πλαίσια της πολιτικής συνολικών χτυπημάτων των κοινωνικών δομών και βαθέματος της εκμετάλλευσης.
Ενισχύονται όλες οι μορφές και σχέσεις καταπίεσης. Η ρατσιστική βία και εκμετάλλευση εντείνεται τόσο στα σύνορα όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες υφίστανται καταπίεση και βία σε εθνοθρησκευτική βάση. Ο κρατικός ρατσισμός στα σύνορα με τα δολοφονικά pushbacks, η γκετοποίηση και η στέρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών στους πρόσφυγες με τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης/κλειστές δομές κράτησης, η στέρηση ίσων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για τους μετανάστες (καθώς το ποσό της σύνταξης συνδέεται με τα χρόνια διαμονής στη χώρα), η στοχοποίηση των Ρομά από το ελληνικό κράτος και τα ΜΜΕ, οι συνθήκες βάρβαρης διπλής εκμετάλλευσης των μεταναστών/ριών το επιβεβαιώνουν εκκωφαντικά. Ο ρατσισμός δεν είναι παρά η μέθοδος του κεφαλαίου για να είναι πάντοτε υποταγμένοι, εκβιαζόμενοι και παράνομοι οι καταπιεσμένοι, τα πιο ευάλωτα τμήματα για ακόμα πιο βάρβαρη εκμετάλλευση. Σε μια εποχή όπου τα μεταναστευτικά ρεύματα θα αυξάνονται διαρκώς, η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών και των μεταναστριών σε όλο τον κόσμο, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι γυναίκες αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς και είναι πιο ευάλωτες στην ανεργία φανερώνουν ότι η εκμετάλλευση και η φτώχεια συμπλέκονται με μια σειρά ανισοτήτων και διακρίσεων με βάση το χρώμα, την καταγωγή, την εθνότητα, τη θρησκεία και το φύλο. Τέτοιου τύπου διακρίσεις (που συνδέονται και με τις ανάλογες προκαταλήψεις), οι οποίες είτε έρχονται από το παρελθόν, είτε δημιουργούνται εκ νέου, είναι αναγκαίες για τον καπιταλισμό, γιατί διασπούν την εργατική τάξη και παρουσιάζουν την υπερεκμετάλλευση ‒ειδικά σε βαριές χειρωνακτικές ή/και κακοπληρωμένες εργασίες‒ ως φυσική κατάσταση.
Εμφανίζεται έξαρση της έμφυλης βίας και των κακοποιητικών συμπεριφορών που στρέφονται απέναντι σε γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙΑ+, παιδιά και κάθε πρόσωπο τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν συμμορφώνονται με τα κυρίαρχα έμφυλα πρότυπα του συστήματος. Ταυτόχρονα, ισχυροποιούνται τα κυκλώματα trafficking, με θύματα παιδιά, προσφυγόπουλα, γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙΑ+. Οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί και οι παιδοβιασμοί, η σωματική βία, οι ανοιχτές διακρίσεις και προκαταλήψεις αποτελούν τις πιο οξυμένες μορφές της πατριαρχίας, δηλαδή εκείνων των σχέσεων, αντιλήψεων και πρακτικών εξουσίας οι οποίες διαποτίζουν κάθε πλευρά της καθημερινότητας και παροξύνονται στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Νοηματοδοτούμε την πατριαρχία συνεπώς με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με ορισμένα ρεύματα σκέψης που επέδρασαν σε τμήματα του φεμινιστικού κινήματος και έβλεπαν την πατριαρχία ως αυτοτελές σύστημα εκμετάλλευσης. Οι πατριαρχικές σχέσεις λειτουργούν εντός των εκμεταλλευτικών κοινωνικών συστημάτων και σε αλληλεπίδραση με την ειδοποιό-δομική τους σχέση. Δεν αποτελούν απλώς ή κυρίως επιβιώσεις από το «χθες» των εκμεταλλευτικών κοινωνιών – παρότι υπάρχουν τέτοια στοιχεία, και μάλιστα ισχυρά. Αναπαράγονται και τροφοδοτούνται από το πλαίσιο σχέσεων του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, διογκώνονται αλλά και μετασχηματίζονται εντός αυτού του πλαισίου, διαπερνιούνται από την τάση εμπορευματοποίησης των πάντων –ιδιαίτερα του γυναικείου σώματος και της επιβολής συγκεκριμένων μοντέλων συμπεριφοράς και κουλτούρας ζωής και εργασίας. Απορρέουν από το μοντέλο του έμφυλου κοινωνικού καταμερισμού και συνολικά της λειτουργίας παραγωγής-αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Είναι αποτέλεσμα των σχέσεων εκμετάλλευσης και για αυτό ακριβώς το λόγο η κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η βουτιά στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης παροξύνει και τις έμφυλες διακρίσεις με τις απαραίτητες πάντα αξιακές, ιδεολογικές και πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις.
Το βάθεμα της καπιταλιστικής και εργασιακής εκμετάλλευσης αναπαράγει σε ανώτερο βαθμό κάθε διάκριση και επιμέρους καταπίεση, έμφυλη, φυλετική κ.ά., η οποία διαιρεί την εργατική τάξη, υποτιμώντας τα δικαιώματα ενός τμήματός της έναντι κάποιου άλλου. Αυτές οι σχέσεις καταπίεσης, εκμετάλλευσης και διακρίσεων, ιδίως όπως είναι ενσωματωμένες στο σύγχρονο καπιταλιστικό πλαίσιο, «παράγουν» πεδία σύγκρουσης –άρα και πεδία εν δυνάμει ριζοσπαστικοποίησης– εντός αλλά και σε μεγάλο βαθμό εκτός παραγωγής. Το γεγονός αυτό αποτελεί δυνατότητα και πρόκληση: δυνατότητα, διότι διευρύνει τους «παραποτάμους» που μπορούν να τροφοδοτήσουν το ενιαίο ρεύμα, το ιστορικό μπλοκ της κοινωνικής χειραφέτησης-κομμουνιστικής απελευθέρωσης, και πρόκληση, διότι αυτό δεν θα γίνει αυτόματα, εύκολα ή χωρίς συγκρούσεις∙ απαιτεί μια σχεδιασμένη, πλούσια και συνειδητή γραμμή παρέμβασης, η οποία θα συνδυάζει το στοιχείο της ενότητας-συμμαχίας με εκείνο της αντιπαράθεσης και, στο βαθμό που θα καταφέρνει, θα μπορεί να αποκτά ηγεμονικό χαρακτήρα.
Το ιδρυτικό Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης
16 Φεβρουαρίου 2025
コメント