
Η ελληνική οικονομία.
Η κατάσταση της εργατικής τάξης.
Ο πυρήνας της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Οι πολιτικές δυνάμεις.
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το Β. Κεφάλαιο των Θέσεων και Προγραμματικών Αρχών που ενέκρινε το ιδρυτικό συνέδριο της "Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης":
Β. Κεφάλαιο: Ο ελληνικός καπιταλισμός
Β.1 Για την τρέχουσα περίοδο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στην χώρα
Ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός μέσα στην ιστορική του εξέλιξη έχει περάσει από αρκετές φάσεις, και ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει τα βασικά γνωρίσματα του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Από το 2008 και έπειτα ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μπει σε ένα κύκλο σημαντικής αναδιοργάνωσής (πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από εκείνη που επιχείρησε το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ) με αποτέλεσμα ο καπιταλισμός στην Ελλάδα του 2025 να μην είναι ίδιος με τον καπιταλισμό του 2000.
Κύριο χαρακτηριστικό της αναδιοργάνωσης αυτής είναι η μεγάλη βουτιά στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για το πέρασμα της χώρας σε ένα αρκετά ανώτερο επίπεδο «ωριμότητας» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Με μια ποιοτική μεταβολή (συγκριτικά με το παλαιότερο στάδιο) στο ειδικό βάρος της απόλυτης υπεραξίας, (με την ξέφρενη επέκταση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, είτε στον ίδιο εργοδότη, είτε αναγκαστικά σε δεύτερη δουλειά, αλλά και την εξίσου ξέφρενη επέκταση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, του χρόνου δηλαδή που ο εργάτης δουλεύει για αποκλειστικό όφελος-κέρδος του εργοδότη). Με την ανάπτυξη της σύνδεσης των δύο αλληλένδετων τρόπων απόσπασης υπεραξίας (σχετικής και απόλυτης), σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιέχει σε ανώτερη ποιότητα και σε διαφορετική μορφή από την μια τα μέγιστα οφέλη για τον καπιταλισμό και από την άλλη την ένταση της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Σήμερα ο πραγματικός μισθός στην Ελλάδα είναι 35% χαμηλότερος από εκείνον που υπήρχε το 2008 και σταθερά κάτω τόσο από το φυσικό, όσο και το κοινωνικό όριο. Ταυτόχρονα, με την μείωση του πραγματικού μισθού, οι συντάξεις βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό με την μεγαλύτερη και συνεχή υπεραντιδραστική αναδιοργάνωση του ασφαλιστικού συστήματος που έγινε ποτέ. Τα εργοδοτικά εγκλήματα στους χώρους δουλειάς αυξάνονται (178 εργοδοτικές δολοφονίες το 2023) ενώ οι εργασιακές σχέσεις έχουν αποδιοργανωθεί πλήρως (ατομικές συμβάσεις, ελαστικές σχέσεις κ.α.). Η αναλογία έμμεσων/άμεσων φόρων έχει φτάσει το 2 προς 1, όταν το 2009 ήταν 1 προς 1, όπως αποκαλύπτει ακόμη και το αστικό Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών! Για όσους δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις, το αστικό κράτος ασκεί την μέγιστη οικονομική βία επιβάλλοντας αναγκαστικά μέτρα είσπραξης οφειλών προς το δημόσιο σε 1.487.215 ανθρώπους αφού προηγουμένως έχει επιβάλει τοκογλυφικά επιτόκια στις οφειλές. Θα μπορούσαμε να πούμε δίχως ίχνος υπερβολής, ότι η Ελλάδα τείνει να μετατραπεί σε μια οιονεί ειδική Οικονομική Ζώνη της ΕΕ, μια ζώνη απίστευτων κερδών και άνευ προηγουμένου εκμετάλλευσης και σφετερισμού της εργασίας. Καθόλου τυχαία λοιπόν ανθίζει ακόμα και το κρατικό σκλαβοπάζαρο -με την βούλα της κυβέρνησης της ΝΔ- με τις ειδικές διακρατικές συμφωνίες για την έλευση 167.925 μεταναστών/ριων εργατών από Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Αίγυπτο και Φιλιππίνες, σε άθλιες συνθήκες και χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής ώσμωσης με το εργατικό κίνημα.
Ένα άλλο σημαντικό ποιοτικό στοιχείο είναι το άλμα στην συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα, με διάφορες μορφές, όπως η καλπάζουσα επέκταση της αστικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η καταστροφή του πολύ μικρού κεφαλαίου (χαρακτηριστική η έκθεση Πισσαρίδη), η βίαιη αναδιανομή του οικιστικού αποθέματος υπέρ μιας χούφτας funds και υπέρ του 1% των κατοίκων της χώρας που κατέχουν ήδη το 24% της συνολικής ακίνητης περιουσίας, και βέβαια η απόλυτη επικράτηση/ηγεμονική θέση των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων (Π.Π.Μ.) σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι εγκατεστημένοι σήμερα στην χώρα πολυεθνικοί πολυκλαδικοί όμιλοι ξεπερνάνε τους 1100 (κυρίως θυγατρικές). Ενδεικτικά αναφέρουμε το fund CVC: Μάζεψε όλες τις ιδιωτικές μεγάλες κλινικές (Metropolitan, Υγεία, Μητέρα, Ιασώ General, Λητώ κ.α.), ιδρύει την πρώτη ιδιωτική ιατρική σχολή, έχει επεκταθεί στον κλάδο των τροφίμων (Vivartia, Μπάρμπα Στάθης, Δωδώνη κ.α.), αγόρασε την Εθνική Ασφαλιστική, έχει το 12% της ΔΕΗ, κατέχει ποσοστό στον Κωτσόβολο, αγόρασε ως και την Μαρίνα Ζέας στον Πειραιά, και συμμετέχει στο κοινοπρακτικό σχήμα της Hellenic Hydrogen που δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη και υλοποίηση έργων παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου.
Στα πλαίσια της εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού διαμορφώθηκαν και εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές στο Τραπεζικό σύστημα. Μετά τα εκατοντάδες δις ευρώ που δόθηκαν από την τσέπη του λαού για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και την επικράτηση των 4 συστημικών τραπεζών, προωθήθηκαν σημαντικές αλλαγές στην κατεύθυνση της περαιτέρω αντιδραστικοποίησης του ρόλου τους. Είναι πλήρως εναρμονισμένες με το βιομηχανικό κεφάλαιο, και κυρίως σε μεγάλο βαθμό με τα ΠΠΜ. Με την έντονη εισαγωγή τεχνολογικών εφαρμογών μείωσαν το προσωπικό στο μισό και σ’ αυτό που παρέμεινε εφαρμόζονται πιλοτικά άγριες μέθοδοι εκμετάλλευσης με ταυτόχρονο ξεδόντιασμα του συνδικαλιστικού κινήματος. Έχει εξαφανιστεί ο αποταμιευτικός τους ρόλους και έχουν μετατραπεί σε ένα απλό αποθετήριο χρημάτων με σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Το 1/3 των απίστευτων κερδών τους προέρχεται από ένα σύστημα προμηθειών/ενδιάμεσων συναλλαγών με το οποίο επιβαρύνουν κυρίως τους απλούς πελάτες τους. Τροφοδοτούνται από έναν πακτωλό δωρεάν ζεστού χρήματος μέσω του υποχρεωτικού περάσματος μέσα από τους λογαριασμούς όλης της μισθοδοσίας, των συντάξεων, επιδομάτων κ.λπ. Συμμετέχουν μαζί με τα funds στην πιο μεγάλη και βίαιη κλεψιά σπιτιών, καταστημάτων, οικοπέδων κ.λπ. αλλά και στην καταστροφή του πολύ μικρού κεφαλαίου με βάση το σχέδιο Πισσαρίδη.
Παράλληλα έχουμε την θωράκιση ολοκληρωτικού τύπου του κράτους και των μηχανισμών άγριας καταστολής. Οι πάνω από 600 εφαρμοστικοί νόμοι των 3 μνημονίων ζουν και βασιλεύουν και μαζί μ’ αυτούς έχουν φυτρώσει και άλλοι τόσοι ως συμπλήρωμα και επέκταση τους, δημιουργώντας ένα τερατώδες νομοθετικό πλαίσιο ενάντια στα συμφέροντα του λαού. Ο εκτελεστικός βραχίονας του κράτους διαρκώς ενισχύεται αφού έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο πλέγμα δήθεν ανεξάρτητων κέντρων λήψης και κυρίως εφαρμογής αποφάσεων (πρόεδρος «δημοκρατίας», συμβούλιο επικράτειας, Άρειος πάγος, «ανεξάρτητες» αρχές κ.α.) σε βάρος των εργαζομένων, πλήρως ελεγχόμενο από κάθε κυβέρνηση που λογοδοτεί μόνο σε αυτήν. Το αστικό κράτος έχει απλώσει πάνω στην κοινωνία ένα πέπλο αφόρητης καταπίεσης και εφιαλτικής επιτήρησης όπου με αλλεπάλληλα μέτρα κάθε εργαζόμενος θεωρεί τον εαυτό του εν δυνάμει παράνομο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη σε αναλογία αστυνομικών ανά 100.000 κατοίκους αφού η αναλογία φτάνει στους 520! Το αστικό κράτος δείχνει απροκάλυπτα τον ταξικό αντιδραστικό χαρακτήρα του: χορηγός πακτωλού δημόσιου χρήματος στις πολυεθνικές και στο στρατιωτικό-ψηφιακό σύμπλεγμα, οδηγεί σήμερα στην μεγαλύτερη αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου των χρημάτων που εισπράττει από την άμεση φορολογία, γίνεται καταστροφέας της δημόσιας υγείας και παιδείας, έχει φτάσει σε απίστευτα επίπεδα φορομπηξίας, και προετοιμάζει εντατικά και με πακτωλούς χρημάτων νέα εξοπλιστικά προγράμματα για την συμμετοχή της χώρας στους πολέμους του κεφαλαίου. Επίσης, συμβάλλει στην οικολογική - περιβαλλοντική καταστροφή στο βωμό των κερδών, με δραματικές συνέπειες, ενώ πρωτοστατεί και στο ξεδόντιασμα του όποιου κινήματος υπήρχε σε κρίσιμους κλάδους όπως ΟΤΕ, ΔΕΗ, Τράπεζες. Η αναδιοργάνωση αυτή είναι συνεκτική, στρατηγικών προδιαγραφών και απλώνεται παντού. Δεν είναι απλά το άθροισμα επιμέρους αναδιαρθρώσεων, αγκαλιάζει όλους τους αρμούς της κοινωνίας.
Β.2 Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
Ο ελληνικός καπιταλισμός από το 2017, στηριζόμενος στην κερδοφορία που είχε ανακάμψει ήδη επί ΣΥΡΙΖΑ, μπήκε σε τροχιά ανάπτυξης και πόνταρε μετά τις εκλογές του 2019 σε μια ακόμη καλύτερη περίοδο για αυτόν βασιζόμενος στην κυβέρνηση της ΝΔ, στους αναπτυξιακούς δείκτες που είχαν αρχίσει να κινούνται ελπιδοφόρα, στην πορεία τομέων όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και η κατασκευή, σε εμβληματικές επενδύσεις (π.χ. Ελληνικό), στην εμβάθυνση των οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων με τις ΗΠΑ (Νεώριο, Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Βόλος κ.λπ.) και στις συμφωνίες για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και τους ενεργειακούς αγωγούς (π.χ. East Med). Πολιτικά, η εξέλιξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε σπείρει στους εργαζομένους απογοήτευση και ηττοπάθεια, γεγονός που διευκόλυνε το αστικό μπλοκ. Σε αυτό το τοπίο αγκάθια αποτελούσαν τα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το ξέσπασμα της πανδημίας διαμόρφωσε μια ολότελα νέα κατάσταση. Δημιούργησε προβλήματα στην οικονομία, καθώς υπήρξε αναστολή μιας σειράς οικονομικών δραστηριοτήτων, και επιβράδυνε προσωρινά κάποιες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που είχαν μπει σε δρόμο υλοποίησης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι διακυμάνσεις του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με το τρομακτικό κύμα ακρίβειας και την ενεργειακή ανασφάλεια, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα και απομακρύνουν την είσοδο στη λεωφόρο της ταχείας «ανάπτυξης», παρά τους πανηγυρισμούς για την έξοδο από το καθεστώς επιτήρησης και την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε τη δυνατότητα να αναπτύσσει φιλολογία για «αναπτυξιακή πορεία» ή «τσουνάμι επενδύσεων», οφείλεται κατά κύριο λόγο στα ευρωπαϊκά χρήματα που εισέρρευσαν στη χώρα (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ), στο «μαξιλάρι» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην προσωρινή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής λόγω της πανδημίας που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να δανείζεται και να δαπανά χωρίς τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας. Στην πραγματικότητα ωστόσο, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στα επίπεδα του 2008 και αφορούν κυρίως εξαγορές και αγορές μεριδίων σε υπάρχουσες επιχειρήσεις, ιδιωτικοποιήσεις ή τοποθετήσεις real estate. Στη φάση που ακολούθησε μετά την περίοδο της πανδημίας, επιχειρήθηκε να κινηθεί ξανά η οικονομία με βασικό όχημα την αχαλίνωτη τουριστική μεγέθυνση, που προκαλεί βαριές αρνητικές συνέπειες στην εργατική δύναμη, στο περιβάλλον, στις πόλεις, στο επίπεδο ζωής (π.χ. την πανάκριβη κατοικία) και επιδρά στην κοινωνική συνείδηση.
Στη διαμόρφωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας βαραίνουν βέβαια και τα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Το υψηλό δημόσιο χρέος, που παραμένει το πρώτο με διαφορά στην ΕΕ με 153% του ΑΕΠ (πρόβλεψη Μαρτίου 2024), ιδιαίτερα σε μια περίοδο στην οποία οι τιμές ενέργειας και ο πληθωρισμός έχουν εκτιναχθεί και σημειώνεται χαμηλότερη ανάπτυξη, γεγονός που εντείνει τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Σήμερα το χρέος παραμένει πάνω από το επίπεδο του 2012 τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τα κουρέματα (53,5% συνολικά) και τη σφαγή των μνημονίων. Το στοιχείο αυτό αποτελεί τρανταχτή απόδειξη ότι στόχος της αστικής επίθεσης δεν ήταν το χρέος, αλλά το χτύπημα του λαϊκού εισοδήματος, των εργατικών κατακτήσεων και της δημόσιας περιουσίας, συνολικά το βάθεμα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η παραπέρα μείωση του χρέους είναι εξαιρετικά επισφαλής λόγω της επαναφοράς των δημοσιονομικών περιορισμών από το 2025, της λήξης των εσόδων από την επιστροφή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ από αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και της λήξης -το 2026- της ένεσης κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ταυτόχρονα όμως η κερδοφορία των πιο αναπτυγμένων τμημάτων του κεφαλαίου εκτινάσσεται σε πρωτοφανή ύψη. Εκατό μία (101) εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αθηνών σημείωσαν θεαματική αύξηση κερδοφορίας το 2022 (68%), ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μερίδιο καθαρού κέρδους των επιχειρήσεων συνολικά για το 2022 κυμάνθηκε στο 33,2% έναντι 24,8% το 2019. Ο υψηλός πληθωρισμός και τα κρατικά μέτρα στήριξης, σε συνδυασμό με το βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, εκτόξευσαν τα καπιταλιστικά κέρδη. Από τα κέρδη αυτά το 90% αφορά τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, στοιχείο που αναδεικνύει, παράλληλα με την αύξηση των κερδών, τον βαθμό συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που αναπτύσσεται στον ελληνικό καπιταλισμό. Στον κλάδο της ενέργειας τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των εταιρειών καλά κρατούν. Ενδεικτικά, το 2022: Ελληνικά Πετρέλαια (όμιλος Λάτση) 183%, Μotor Oil (όμιλος Βαρδινογιάννη) 378%, Όμιλος Μυτιληναίου 178%. Το τραπεζικό κεφάλαιο εξασφάλισε 3,7 δισ. ευρώ καθαρά κέρδη (2022), την ίδια στιγμή που 45.000 σπίτια που αφορούν πρώτη κατοικία βγαίνουν σε πλειστηριασμούς. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο επίσης αναπτύσσεται εκρηκτικά, κατέχοντας το 20% του παγκόσμιου στόλου και απολαμβάνοντας διαχρονικά – διακομματικά 59 προκλητικές φοροαπαλλαγές. Στα 13,5 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι παραγγελίες νέων πλοίων που έκαναν οι Έλληνες εφοπλιστές μέσα στο 2022, ενώ τα κέρδη μόνο 5 εφοπλιστικών ομίλων ξεπέρασαν το 1,3 δισ. δολάρια και εκτινάσσονται ακόμα περισσότερο αξιοποιώντας στο έπακρο τον πόλεμο στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή και τσεπώνοντας αμύθητα κέρδη από τα πανάκριβα φορτία καυσίμων και άλλων προϊόντων που μεταφέρουν. Καθόλου τυχαία το εφοπλιστικό κεφάλαιο πρωταγωνιστεί και στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας, με τα ΜΜΕ και τα πλήθος ιδρύματά του και βέβαια τις άμεσες διασυνδέσεις με το αστικό πολιτικό προσωπικό.
Β.3 Η κατάσταση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων
Την ίδια στιγμή που τα κέρδη του ελληνικού κεφαλαίου εκτινάσσονται, η καταβαράθρωση των μισθών και των συντάξεων μαζί με την ακρίβεια και το δυσβάσταχτο κόστος της ενέργειας και της στέγης έχει χειροτερεύσει δραματικά τη θέση των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και επιταχύνει τη φτωχοποίηση στην κοινωνία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το 2023 το 20% των εργαζομένων αμειβόταν με μισθό έως 700 ευρώ μεικτά, ενώ συνολικά το 60% λαμβάνει μισθό που δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ μεικτά. Σε αυτό το τοπίο η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και 40%, ενώ περίπου το 1/3 των εργαζομένων αναζητά επιπλέον εργασία για να καλύψει τις απώλειες και η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. αναφορικά με τη δυνατότητα αποταμίευσης.
Η κατεδάφιση εργατικών κατακτήσεων (Νόμος Χατζηδάκη, Γεωργιάδη κ.ά.) και η μονιμοποίηση-επέκταση της ελαστικής εργασίας διαμορφώνουν ένα τοπίο αποδιάρθρωσης κάθε εργατικού δικαιώματος και εργατικής διεκδίκησης. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα (10,8%), με ιδιαίτερη οξύτητα σε νέους και γυναίκες. Οι ώρες εργασίας και η παραμονή στους χώρους δουλειάς αυξάνονται πέραν των ανθρώπινων αντοχών και ταυτόχρονα αυξάνει η εντατικοποίηση, ενώ διευρυνόμενες μορφές, όπως η συνεχής διαθεσιμότητα, η τηλεργασία κ.ά., επιβαρύνουν τους εργαζομένους με το κόστος παροχής της εργασίας τους και επιφέρουν την εξατομίκευση, τη διάρρηξη της δυνατότητας συλλογικής διεκδίκησης κ.λπ. Όλα τα παραπάνω εξακοντίζουν το ποσοστό εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας σε μεγαλύτερα ύψη.
Παράλληλα, τα ακριβά ενοίκια ανεβάζουν τις δαπάνες της στέγασης σε δυσθεώρητα ύψη (πληρώνουμε τις υψηλότερες δαπάνες στέγασης στην Ε.Ε. αναλογικά με το εισόδημα) και θέτουν σε επισφάλεια το δικαίωμα στην κατοικία για χιλιάδες ανθρώπους. Σε εξέλιξη βρίσκονται και χιλιάδες πλειστηριασμοί που περιλαμβάνουν και πρώτες κατοικίες χαμηλών εισοδημάτων, αφού έληξε η περίοδος προστασίας τους. Η ληστρική πολιτική δανεισμού και φορολόγησης για τα λαϊκά νοικοκυριά και των τιμών των βασικών αγαθών έχει εκτοξεύσει τις οφειλές σε τράπεζες, στην εφορία, στον ΕΦΚΑ και προσφάτως τους απλήρωτους λογαριασμούς, αποτελώντας καθημερινό «βραχνά» για χιλιάδες εργαζόμενους, νοικοκυριά και αυτοαπασχολούμενους. Ταυτόχρονα, εξελίσσονται η λεηλασία του δημόσιου πλούτου και του φυσικού περιβάλλοντος μαζί με την εμπορευματοποίηση μεγάλων εκτάσεων δημόσιας γης και οι ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και επιχειρήσεων.
Στην σημερινή φάση τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού συμπιέζονται αφόρητα από την πολιτική του κεφαλαίου και της ΕΕ που έχει ξεκάθαρο στρατηγικό στόχο την μεγάλη μείωσή τους προς όφελος μεγαλύτερων καπιταλιστικών μονάδων. Το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023, ενώ περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας. Η κατάσταση της φτωχομεσαίας αγροτιάς είναι ακόμα χειρότερη. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στη 15ετία 2005 – 2020, η εφαρμογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα ξεκλήρισε 200.000 φτωχούς αγρότες (μείωση από 900.000 στις 700.000), ενώ η μέση αγροτική έκταση αυξήθηκε από τα 48 στα 70 στρέμματα, δείγματα της πλήρους/ολοκληρωτικής υπαγωγής της αγροτικής παραγωγικής διαδικασίας στο κεφάλαιο, της προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων καθώς και της ραγδαίας επιτάχυνσης της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον αγροτικό τομέα. Το κυριότερο εργαλείο της ΚΑΠ της ΕΕ για την επιτάχυνση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον αγροτικό τομέα είναι το «Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων», όπου με την εφαρμογή του θα ξεκληριστεί νομοθετικά – διοικητικά όλη η αγροτική φτωχολογιά (εργατοαγρότες, αγροτοεργάτες, φτωχοί αγρότες) ώστε από τους 700.000 αγρότες σήμερα να μείνουν μόνο 275.000 μεγαλοαγρότες – καπιταλιστές. Παράλληλα η φτωχομεσαία αγροτιά είναι αντιμέτωπη με ένα πρωτοφανές κύμα καταστροφής κάτω από τα συνδυασμένα «χτυπήματα» της αύξησης του κόστους παραγωγής (ρεύμα, νερό, λιπάσματα), του ληστρικού ρόλου των ιδιωτικών τραπεζών, της απελευθέρωσης των αγορών τροφίμων, της κατάργησης των αγροτικών συνεταιρισμών και του αντιλαϊκού ρόλου του αστικού κράτους που αξιοποιεί τις φυσικές καταστροφές για να επιταχύνει την κοινωνική καταστροφή της μικρομεσαίας αγροτιάς. Οι εργάτες γης, μετανάστες στην πλειοψηφία τους, αντιμετωπίζουν ακόμα χειρότερα προβλήματα. Πρόκειται για ένα εργατικό δυναμικό σε συνεχή αμφισβήτηση της παραμονής του, διωκόμενο, απόλυτα εξαρτημένο και σε κατάσταση «σκλαβιάς» από τον εργοδότη. Η εξασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργατών γης απέναντι στην εκμεταλλευτική/ρατσιστική πολιτική των κυβερνήσεων και της ΕΕ αποτελεί καθοριστικό καθήκον για το εργατικό κίνημα.
Β.4 Ο πυρήνας της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα
Η αστική πολιτική στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες με ενιαίο πυρήνα-λογική με στόχο την διαμόρφωση ενός νέου εκμεταλλευτικού μοντέλου για την αντιδραστική ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου. Από τη μια, επιδιώκει μέσα από την επιθετική διαχείριση και εμβάθυνση του κεκτημένου σε επίπεδο εργασιακών και ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων, του θεσμικού πλαισίου (μνημόνια κ.τ.λ.) και του συσχετισμού δυνάμεων να ισχυροποιήσει τη θέση της έναντι της εργατικής τάξης. Να βαθύνει και να θωρακίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου, να διαμορφώσει τους όρους «προσέλκυσης επενδύσεων και ανάπτυξης» (αξιοποίηση ν. Χατζηδάκη, Γεωργιάδη, εργασιακού τοπίου, διατήρηση των μισθών σε χαμηλό επίπεδο). Προωθεί τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε κοινωνικούς τομείς (υγεία, παιδεία, περιβάλλον, ελεύθεροι χώροι, ύδρευση, ενέργεια, πρόνοια κ.λπ.). Σε αυτή την βασική επιλογή συγκλίνουν και οι δύο βασικοί αστικοί πόλοι (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) αν και με διαφορετικό τρόπο. Κοινός παρονομαστής σε αυτή την πορεία είναι η αδιαμφισβήτητη παραμονή στην Ε.Ε., και η λιτότητα καθώς από 1.1.2025 επανέρχονται τα σκληρά δημοσιονομικά κριτήρια, με το έλλειμμα από 3% να περιορίζεται στο μισό, ενώ κάθε χρόνο το χρέος θα πρέπει να παρουσιάζει ετήσια μείωση κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ, κάτι που ισοδυναμεί με μέτρα περίπου 10 δις ευρώ που για άλλη μια φορά θα εξασφαλιστούν με τον γνωστό τρόπο: περικοπές μισθών και συντάξεων, νέοι φόροι για τον λαό, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσία, ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα δεσμεύεται ακόμα (δια χειρός ΣΥΡΙΖΑ) από το «μεταμνημονιακό σύμφωνο» των ματωμένων πλεονασμάτων μέχρι το 2060.
Από την άλλη, η ελληνική αστική τάξη στοχεύει στην κάλυψη του χαμένου εδάφους της προηγούμενης περιόδου, μέσα από την γεωπολιτική της αναβάθμιση, με βαθύτερη πρόσδεση σε ΝΑΤΟ- Η.Π.Α. προκειμένου να παίξει ρόλο ρυθμιστή στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή η πλευρά περνάει μέσα από το «κόντεμα» της επιρροής της Τούρκικης αστικής τάξης (η οποία έχει ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους), την ισχυροποίηση της παρέμβασης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια (εξεύρεση “λύσης” στο Μακεδονικό, επιτήρηση του εναέριου χώρου γειτονικών χωρών, επενδύσεις κ.α.) την απόπειρα για αξιοποίηση της «λείας» των ΑΟΖ και των ενεργειακών δρόμων, αλλά και την μετατροπή της Ελλάδας σε «πυλώνα ασφάλειας» στην ευρύτερη περιοχή μέσω της οικοδόμησης του αντιδραστικού άξονα Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου και Ισραήλ. Κάθε ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται ως πιστός και πρόθυμος “στρατιώτης” του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αλλά και ως «χρυσός» αγοραστής οπλικών συστημάτων, προκειμένου να έχει το “πράσινο φως” να πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω τους “δικούς” της αυτοτελείς σκοπούς. Στην περίπτωση της Ουκρανίας συντάσσεται πλήρως με το δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο παρέχοντας πολεμικό υλικό στο καθεστώς Ζελένσκι και εκπαιδεύοντας σε ελληνικά στρατόπεδα τμήματα του ουκρανικού στρατού. Στο Παλαιστινιακό η στάση του αστικού κόσμου είναι ακόμη πιο αντιδραστική. Συντάσσεται πλήρως με τη βάρβαρη πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την επιχείρηση γενοκτονίας των Παλαιστινίων, ενώ συμμετέχει στον ναυτικό κλοιό της Γάζας και την ναυτική δύναμη στην Ερυθρά θάλασσα στο πλαίσιο των σχεδίων του ΝΑΤΟ. Επίσης, η Ελλάδα ως βασική χώρα υποδοχής των μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη παίζει κομβικό ρόλο στις διαδικασίες εγκλεισμού, διαλογής και επαναπροώθησης των προσφύγων, προκαλώντας πλήθος δολοφονιών κάθε χρόνο, θύματα που προστίθενται στους χιλιάδες πνιγμένους στη Μεσόγειο από την Ευρώπη-Φρούριο.
Η απαρέγκλιτη προώθηση αυτής της διπλής στρατηγικής που είναι η κοινή πολιτική βάση συμφωνίας και συναίνεσης όλων των αστικών κομμάτων, προϋποθέτει την οικοδόμηση ενός ασφυκτικού κλίματος καταστολής και περιφρούρησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου αλλά και ενός «επιτελικού» κράτους που θα υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Β.5 Ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός: Όξυνση και ΝΑΤΟϊκή συνύπαρξη
Στο ευρύτερο πλαίσιο των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του πολέμου στην Ουκρανία και τη Μ. Ανατολή, αναπτύσσεται και η όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η ελληνική αστική τάξη επιχειρεί να συνδέσει την προσπάθεια ανάκαμψής της στο εσωτερικό με την προσπάθεια αναβάθμισης της γεωστρατηγικής και οικονομικής θέσης της στην ευρύτερη περιοχή. Σε αυτή τη βάση αξιοποιεί τη συμμετοχή της στην ΕΕ και το προηγούμενο «στάτους» στην περιοχή, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να γίνει αιχμή του δόρατος της πολιτικής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στη Ν/Α Μεσόγειο. Πρωταγωνιστεί στο ράλι των εξοπλισμών ενώ η χώρα έχει μετατραπεί σε πολεμικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ: Σούδα, Ελευσίνα, Αγχίαλος, Αλεξανδρούπολη είναι στην υπηρεσία των «φονιάδων των λαών». Προωθούν παραπέρα τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, εντείνουν τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις και αποστολές (αποστολή φρεγάτας στην Ερυθρά Θάλασσα, Λίβανος, Περσικός Κόλπος, Κόσοβο κ.λπ.). Σχεδιάζουν αγωγούς σε αμφισβητούμενες περιοχές (π.χ. East Med), μοιράζουν θαλάσσια οικόπεδα, διατρανώνουν συμφέροντα και εξαγγέλλουν ΑΟΖ χωρίς συμφωνία και σε αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη και το κράτος της επιδιώκουν να αναβαθμίσουν το ρόλο τους στην ευρύτερη περιοχή, εκφράζοντας τη δυναμική οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών. Η Τουρκία αναπτύσσεται σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με σχετικά αυτοτελή ρόλο και στρατηγική και εμφανίζεται ως αναθεωρητική δύναμη απέναντι στις διεθνείς συμφωνίες. Παρότι η οικονομία της αντιμετωπίζει πολύ μεγάλα προβλήματα, έχει ισχυρή παραγωγική βάση, έχει αναπτύξει πολεμική βιομηχανία, εκμεταλλεύεται τη γεωπολιτική της θέση (βάση Ιντσιρλίκ, στενά των Δαρδανελίων κ.α.) και τις σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο. Πραγματοποιεί στρατιωτικές αποστολές ή εισβολές σε μια σειρά χώρες (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κ.α.), αναπτύσσει σχέσεις στην Αφρική. Αν και μέλος του ΝΑΤΟ, στάθηκε ενάντια στην Ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, ενώ διατηρεί σχέσεις με τη Ρωσία (δεν συμμετέχει στις κυρώσεις απέναντί της και προσπαθεί να παίξει ειδικό ρόλο στον πόλεμο στην Ουκρανία, διαφοροποιούμενη από τη γραμμή ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ενώ συμφώνησε για τη μεταφορά ρωσικού αερίου από την Τουρκία στην Ευρώπη). Κλιμακώνει τον ανταγωνισμό με την ελληνική αστική τάξη, θέτοντας διαπραγματευτικά μέχρι και ζητήματα κυριαρχίας νησιών του Αιγαίου.
Η κυβέρνηση Ερντογάν, παρότι έχει ανοιχτά μέτωπα στο εσωτερικό με τους αγώνες των Κούρδων, το εργατικό κίνημα, γενικά την αντιπολίτευση και ιδιαίτερα τη μαχόμενη αριστερά, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά, ρίχνοντας και αυτή λάδι στη φωτιά των ανταγωνισμών (π.χ. διαμόρφωσε το μνημόνιο και προχώρησε σε χάραξη ΑΟΖ με τη Λιβύη, αγνοώντας ή περιορίζοντας δραστικά την επίδραση των ελληνικών νησιών στη χάραξη των θαλάσσιων ζωνών).
Οι εξελίξεις που διαμορφώνονται φανερώνουν ότι ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έχει ταξική-εκμεταλλευτική βάση και είναι άδικος, αντιδραστικός, επιθετικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει οξυνθεί σε επικίνδυνο σημείο, με την πολεμική απειλή να επικρέμαται πάνω από τους λαούς και την πολεμική προετοιμασία να εξελίσσεται και στις δύο χώρες. Ταυτόχρονα όμως, ιμπεριαλιστικά κέντρα, πολυεθνικές και αστικές μερίδες επιθυμούν κάποια μορφή διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να διαφυλαχτεί η συνοχή του ΝΑΤΟ και να υπάρξει εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και δρόμων προς όφελος του κεφαλαίου. Ο Αμερικάνικος παράγοντας δύσκολα θα συμβιβαστεί με την απώλεια της Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα πιέσει προς την κατεύθυνση της ΝΑΤΟϊκής συνύπαρξης. Οι εργαζόμενοι και οι λαοί σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο πρέπει να αγωνιστούν ενάντια στον επικίνδυνο ανταγωνισμό, να οδηγήσουν σε ήττα τα πολεμικά σχέδια των κυβερνήσεων και τις ορέξεις των πολυεθνικών. Οφείλουν να οργανώσουν την κοινή διεθνιστική πάλη τους για έξοδο Ελλάδας και Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, τη μη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, την έξοδο Ελλάδας και Κύπρου από την ΕΕ και τη μη ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
Β.6 Η κατάσταση του εργατικού κινήματος
Μετά την «νηνεμία» που ακολούθησε την υποχώρηση και ήττα των μεγάλων αγώνων του 2010-2015, ξέσπασαν ορισμένοι σημαντικοί κλαδικοί ή επιχειρησιακοί αγώνες σε δύσκολους μάλιστα χώρους του ιδιωτικού τομέα (COSCO, e-food, ΛΑΡΚΟ, ναυτεργάτες, Μαλαματίνα, τηλεφωνικά κέντρα, αξιολόγηση στην εκπαίδευση, κ.ά.). Στη βάση της αντιπαράθεσης με κεντρικές πολιτικές επιλογές και νόμους της κυβέρνησης ΝΔ (Ν. Γεωργιάδη, Τέμπη, κ.α.) πραγματοποιήθηκαν επίσης μαζικές πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις το 2022 και 2023, οι 3 μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ. Οι αγώνες αυτοί σε γενικές γραμμές, αποτύπωσαν μια εργατική διάθεση αντίστασης, και μαχητικής διεκδίκησης, δυσκολεύτηκαν όμως να κάνουν το επόμενο βήμα, να σπάσουν τα κλαδικά όρια και να διεκδικήσουν μια ανώτερη αγωνιστική ενοποίηση ώστε να γίνουν πολιτικά επικίνδυνοι.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνει την σοβαρή δυσκολία που διαπερνά συνολικά το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, απόρροια στρατηγικών ελλειμμάτων και ιστορικών αδυναμιών. Ο συσχετισμός στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα σφραγίζεται από την κυριαρχία του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού που εκφράζουν και προωθούν οι αστικές δυνάμεις και οι συνδικαλιστικές εκφράσεις τους (ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-άλλα εργοδοτικά μορφώματα). Η διαμόρφωση ενός συνδικαλισμού του κοινωνικού εταιρισμού, με αλληλοδιαπλοκή με το κράτος και τους θεσμούς της εξουσίας, μακριά από τις ανάγκες και την καθημερινότητα της εργαζόμενης πλειονότητας που αποκλείει τη νέα βάρδια της εργατικής τάξης, έχει διαμορφώσει έναν πλήρως αστικοποιημένο συνδικαλισμό ο οποίος προωθεί την αστική πολιτική μέσα στο εργατικό κίνημα και αποτελεί θεσμό εκτόνωσης των εργατικών αντιστάσεων και ταξικής ειρήνης. Σε αυτό το συνδικαλισμό είμαστε ενάντια και απέναντι.
Από την άλλη, σε μια σειρά εργασιακούς χώρους και κλάδους αναπτύσσεται μια τάση μαχητικών διεκδικήσεων κυρίως αμυντικού χαρακτήρα. Στην τάση αυτή σήμερα ηγεμονεύει κυρίως το ΠΑΜΕ και τα συνδικάτα που ελέγχει, με αποτέλεσμα οι αγώνες αυτοί να μην ξεπερνούν τα όρια τους και να καθορίζονται από τα εγγενή χαρακτηριστικά αυτού του χώρου: Απουσία ανατρεπτικών πολιτικών στόχων συνδεδεμένων με τις άμεσες διεκδικήσεις, οικονομισμός, αγώνες διαμαρτυρίας και όχι πραγματικής σύγκρουσης, άρνηση για αποφασιστική κλιμάκωση σε κρίσιμες καμπές των αγώνων, άρνηση μόνιμων πρωτοβουλιών έξω από τον σχεδιασμό ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, άρνηση και υπονόμευση της ανατρεπτικής κοινής δράσης με άλλες δυνάμεις και ειδικά την αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά και γραφειοκρατική λειτουργία των συνδικάτων. Εν τέλει, αγώνες για συμπεράσματα και την ενίσχυση του κόμματος και όχι το αντίθετο. Προωθεί τη λογική «κίνημα για το κόμμα», αντί της λογικής «κόμμα για το μέτωπο και το κίνημα». Από την άλλη, οι ταξικές δυνάμεις και οι κινήσεις που συγκροτούνται πάνω σε μια αντικαπιταλιστική αντίληψη έχουν ακόμα αναιμική επίδραση σε κρίσιμα τμήματα της εργατικής τάξης -ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα και στρατηγικούς κλάδους-, παρά την -σε αρκετές περιπτώσεις-σημαντική εκλογική επιρροή τους σε συνδικάτα και κλάδους. Σε αγώνες όμως που πρωταγωνίστησαν οι ταξικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, η εξέλιξη και η δυναμική του αγώνα ήταν βελτιωμένη.
Και αν η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι αυτή, υπάρχει παράλληλα το πέλαγος του κόσμου της δουλειάς που δεν συσπειρώνεται στα συνδικάτα. Πέρα από τη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα που στην Ελλάδα βαίνει μειούμενη για πολλά χρόνια τώρα, υπάρχει η ίδια η αντικειμενική κατάσταση μιας σύγχρονης εργατικής τάξης βαθιά κατακερματισμένης, πολυεθνικής και πολυεπίπεδης. Σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού που δομείται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χωρίς μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού (κυρίως χώροι δουλειάς μέχρι 9 άτομα) διαμορφώνουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην οργάνωση της τάξης.
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις έχουν επιφέρει βαθιές αλλαγές στο σώμα της εργατικής τάξης. Η «ευελιξία» και οι τομές στους όρους αμοιβής και τον χρόνο εργασίας, η μετατροπή της εργατικής τάξης σε διαρκή οφειλέτη (δάνεια, χρέη, νέες ανάγκες, κ.λπ.), η ένταση της αποξένωσης και αλλοτρίωσης, η διάλυση κοινωνικών δομών, ακόμα και των γειτονιών κ.α. τείνουν να δημιουργούν μια ασπόνδυλη μάζα εργαζόμενων χωρίς δικαιώματα και ενοποιητικά στοιχεία τάξης. Για αυτό, κεντρικό ζητούμενο είναι η διαμόρφωση των όρων μιας νέας ταξικής αγωνιστικής ενότητας στη βάση των εργαζομένων. Αυτή η εργατική ενότητα στην εποχή μας δεν θα είναι μια ενότητα ομοιόμορφων, αλλά διαφορετικών και ποικιλόμορφων στα χαρακτηριστικά εργατικών τμημάτων της τάξης, για αυτό και αντικειμενικά θα πρέπει να στηρίζεται στα πιο κομβικά - στρατηγικά χαρακτηριστικά που ενοποιούν την εργατική τάξη απέναντι στο κεφάλαιο (σχέση με μέσα παραγωγής, μισθωτή εργασία, θέση στον καταμερισμό κ.λπ.).
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι εργατικές ανάγκες –ακόμη και οι στοιχειώδεις– μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με το όπλο του «μαζικού εκβιασμού» και της ανατρεπτικής πάλης. Για αυτό, η μάχη για την αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος της ρήξης με την κοινωνία της εκμετάλλευσης και προς όφελος της κοινωνικής χειραφέτησης δεν κρίνεται κυρίως στους συσχετισμούς εντός του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά κρίνεται πάνω απ' όλα στις εργατικές συνειδήσεις, στην αγωνιστική συμπεριφορά και πρακτική των εργαζομένων, στη στάση τους στους αγώνες, στη στάση τους εντός και εκτός των χώρων εργασίας. Κρίνεται στην πορεία διαμόρφωσης εργατικών αγώνων πραγματικά μαχητικών και ανατρεπτικών, που θα πηγαίνουν τους αγώνες μέχρι τέλους και θα επιφέρουν κατακτήσεις. Κρίνεται στην ικανότητα του εργατικού κινήματος να υπερβαίνει το αμιγώς συνδικαλιστικό επίπεδο και να κατακτά πιο συνολικό πολιτικό ρόλο συσπειρώνοντας γύρω του όλα τα λαϊκά στρώματα στην πάλη για το σύνολο των μεγάλων ζητημάτων (μισθοί, υγεία, παιδεία, πόλεμος, περιβάλλον), με την γραμμή του, την μαχητικότητά του, την οργάνωσή του και τελικά να «ηγείται» στην πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας.
Η διαμόρφωση του εργατικού κινήματος χειραφέτησης που αποτελεί καθοριστικό στόχο και βασική πλευρά/κριτήριο της παρέμβασης μας, είναι μια πορεία συνύπαρξης και αντιπαλότητας, ενότητας και αντιπαράθεσης του παλιού με το νέο, της τάσης απεγκλωβισμού από την αστική κυριαρχία με την τάση συμβιβασμού προς αυτήν. Η εκρηκτική κοινωνική κατάσταση γεννά τάσεις καθήλωσης, αλλά και πρωτοβουλίες συλλογικής οργάνωσης και τροφοδοτεί μαζικές αντιστάσεις, ο χαρακτήρας, οι στόχοι, ο προσανατολισμός, οι μορφές συγκρότησης και πάλης, και το αξιακό πλαίσιο των οποίων αποτελούν βέβαια το κρίσιμο διακύβευμα για την πορεία του εργατικού κινήματος. Εδώ κρίνεται και το καθήκον της επαναστατικής πρωτοπορίας, όπου από την σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων της τάξης και όχι του περιορισμού στην καλύτερη διαπραγμάτευση της εργασιακής δύναμης, θα συμβάλλει σε ένα διαφορετικό εργατικό-με την συνολική έννοια- κίνημα.
Άμεσος στόχος μας είναι οι δυνάμεις της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να παρέμβουν συστηματικά και φιλόδοξα στην άβυσσο του ιδιωτικού τομέα από τον οποίο - σε μεγάλο βαθμό- απουσιάζουμε, ιδιαίτερα στους στρατηγικούς κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής, να αναβαθμίσουμε και να διαμορφώσουμε σε πιο ταξική βάση την παρέμβασή μας στα πιο χτυπημένα κομμάτια της τάξης (μετανάστες, νεολαία, ευέλικτη εργασία, γυναίκες), να πρωταγωνιστήσουμε στη δημιουργία νέων σωματείων εκεί που δεν υπάρχουν ή τα υπάρχοντα είναι άμαζα και γραφειοκρατικά, να μπούμε μπροστά σε πραγματικούς αγώνες για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα, ώστε να συνδεθούμε με την νέα εργατική βάρδια και την κοινωνική πρωτοπορία που θα αναδειχθεί από την επερχόμενη μάχη στην εποχή της κρίσης και του πολέμου. Μέσα από αυτή την διαδικασία μπορεί να οικοδομηθούν συσπειρώσεις σωματείων, επιτροπών αγώνα κ.λπ. και στην πορεία να συγκροτηθεί ένα σταθερό «ανεξάρτητο κέντρο αγώνα», που θα μπορεί να διεκδικεί την πρωτοβουλία των κινήσεων από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό και θα διαμορφώνει μια διαφορετική πορεία στους εργατικούς αγώνες. Το δυναμικό της οργάνωσής μας συμβάλλει ενεργά για την ανάπτυξη και δράση αντικαπιταλιστικών κινήσεων-παρεμβάσεων στους κλάδους και χώρους δουλειάς, για τη συσπείρωση μαχόμενου δυναμικού στη βάση αντικαπιταλιστικών στόχων πάλης και πλαισίων ανατρεπτικού αγώνα. Στα πλαίσια του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος συγκροτούμε αποφασιστικά την Ταξική Κίνηση για την εργατική Χειραφέτηση, συσπείρωση που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει και να εκφράσει τους πρωτοπόρους αγωνιστές/τριες και να ενισχύσει την τάση χειραφέτησης των εργαζομένων μέσα στις σημερινές αντιπαραθέσεις και ταξικούς αγώνες.
Β.7 Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα
Κομβικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα έχει η συναίνεση των κομμάτων της αστικής διαχείρισης γύρω από τον πυρήνα της αστικής πολιτικής. Η ΝΔ συνεχίζει να έχει την ισχυρή στήριξη των βασικών κέντρων του συστήματος, των ηγεμονικών τμημάτων του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Παράλληλα, δυνάμεις και κέντρα του συστήματος παρεμβαίνουν για την ανασυγκρότηση της εναλλακτικής λύσης με βάση τον αστερισμό των δυνάμεων που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της (εισαγωγικά) κεντροαριστεράς. Τέλος, η αναδιαμόρφωση περιλαμβάνει την ενίσχυση της ακροδεξιάς (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής, κ.α.) ως πίεση δεξιάς μετατόπισης όλου του πολιτικού σκηνικού, με οριοθέτηση από τις πιο ανοιχτά φασιστικές τάσεις. Σε αυτό το περιβάλλον συναίνεσης όσον αφορά τις βασικές πολιτικές θέσεις μεταξύ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Πλεύσης Ελευθερίας και ακροδεξιάς, η ΝΔ αναδεικνύεται ως ο αυθεντικός εκφραστής της αστικής πολιτικής που ηγεμονεύει στη φάση αυτή.
Ωστόσο, το αστικό πολιτικό σύστημα δεν έχει λύσει τα προβλήματα της σταθεροποίησής του. Αυτό αποτυπώνουν η σχετικά «εύθραυστη» ανοχή λαϊκών στρωμάτων απέναντι στη ΝΔ καθώς και το πολιτικό χαστούκι που δέχθηκε στις ευρωεκλογές του 2024. Παράλληλα η συνεχιζόμενη βαθιά κρίση του δεύτερου πυλώνα της αστικής κυριαρχίας, τα μεγάλα ποσοστά της αποχής στις εκλογικές διαδικασίες του 2023 & του 2024, και κυρίως το εξαιρετικά εύφλεκτο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, δείχνουν ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ή είναι αδύναμες και ασταθείς οι «ταυτίσεις» μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων με τους φορείς που τους εκφράζουν (κρίση εκπροσώπησης), όπως και ότι θα υπάρξουν ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, διαμορφώνονται δυνατότητες για αντεπίθεση του λαϊκού παράγοντα ώστε να μπει σφήνα στην πολιτική αντιπαράθεση. Δυνατότητα που θα κριθεί από την παρέμβαση του λαϊκού κινήματος και των δυνάμεων της ανατρεπτικής αριστεράς καθώς σε διαφορετική περίπτωση, ο αέρας της λαϊκής δυσαρέσκειας μπορεί να φουσκώσει περαιτέρω τα πανιά της ακροδεξιάς ή να συνεχίσει να τροφοδοτεί τις τάσεις της κοινωνικής και πολιτικής απάθειας και των ατομικών δρόμων.
Β.8 Πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα
Η Νέα Δημοκρατία παρά την φθορά της παραμένει ο πιο υπολογίσιμος αστικός πυλώνας. Είναι ο επιθετικός εκφραστής της ανάγκης της αστικής τάξης να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Αντιμετώπισε έκτακτες συνθήκες (πρώτη φάση πανδημίας) χωρίς να κλονιστεί. Ωστόσο, από τα τέλη του 2020 και ύστερα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και κοινωνικά και πολιτικά. Η τρομακτική επιδείνωση της πανδημίας αλλά και η αποτυχημένη αντιμετώπισή της, ανέστρεψαν πλήρως το κλίμα της πρώτης φάσης. Ο χιονιάς και οι φωτιές το 2021, η μη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και των εργατικών αποδοχών, η υψηλή ανεργία, το κύμα ακρίβειας και ο πληθωρισμός, οι υποκλοπές και η αποκάλυψη σκανδάλων, το θέμα Λιγνάδη και των άλλων κυκλωμάτων, η καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία, το δολοφονικό πνίξιμο της Πύλου, και ιδιαίτερα το έγκλημα των Τεμπών, έφθειραν την κυβέρνηση της ΝΔ. Η φθορά αυτή δεν μετασχηματίστηκε σε ανάλογη εκλογική –πολιτική συμπεριφορά στις διπλές εκλογές του 2023, φάνηκε πιο καθαρά όμως στις πρόσφατες Ευρωεκλογές.
Ωστόσο, η Ν.Δ. εξακολουθεί να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία. Αυτό είναι αποτέλεσμα της επίδρασης στην ελληνική κοινωνία των μεγάλων αντιδραστικών μετασχηματισμών της περιόδου των μνημονίων με το ισχυρό πλήγμα που δέχθηκε η εργατική τάξη, της αξιοποίησης κρίσεων, όπως του προσφυγικού, των ελληνοτουρκικών και του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς η κυβέρνηση επενδύει τόσο στο εθνικιστικό ρεύμα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, όσο και στη συναίνεση που έχει από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις σε αυτά, αλλά και της δυνατότητάς της να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες, να κατευνάζει αντιδράσεις και να εξαγοράζει συνειδήσεις με «όπλο» τα κονδύλια της ΕΕ και τη χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής σταθερότητας την προηγούμενη τριετία. Εκμεταλλεύεται κονδύλια από το Ταμείο Ανάπτυξης για να συσφίξει τις σχέσεις της με το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια.
Ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται σε κρίση και εξελίσσονται αναδιατάξεις για την προς τα «δεξιά» ανασυγκρότηση ενός δεύτερου πυλώνα της αστικής πολιτικής, στην προσπάθεια σταθεροποίησης του αστικού-κομματικού πολιτικού συστήματος. Η πορεία κρίσης και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ (παραίτηση Τσίπρα, εκλογή και καθαίρεση Κασσελάκη, κρίση/αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας σε απόσταση από κάθε αριστερή «παράδοση» κ.ά.) ρευστοποιούν τα δεδομένα στον χώρο της δεύτερης δύναμης στο αστικό σκηνικό και πυροδοτούν διεργασίες και ανακατατάξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ανεξάρτητοι παράγοντες και οργανισμοί (π.χ. Ινστιτούτο Τσίπρα), μερίδα των ΜΜΕ, πρωταγωνιστούν σε αυτό το πολιτικό παιχνίδι, όπου κοινός παρονομαστής είναι το ανακάτεμα της τράπουλας, η επιλογή του πλέον χαρισματικού προσώπου που θα μπορεί να σταθεί απέναντι στον Μητσοτάκη, χωρίς βέβαια να προσεγγίζεται το ερώτημα του «ποια πολιτική πρόταση μπορεί να αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη», ακριβώς επειδή η υπόκλιση στην ουσία της αστικής πολιτικής θεωρείται εκ των ον ουκ άνευ, ενώ είναι ακριβώς η ακραία συναίνεση που τους καταδικάζει σε πολιτική αχρηστία. Οι δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης συμφωνούν με την κυβέρνηση ΝΔ στα βασικά και διαφοροποιούνται σε επιμέρους ζητήματα με στίγμα μια πιο χρηστή και κοινωνικά ευαίσθητη διαχείριση, που θα περιορίσει τα ακραία φαινόμενα. H κοινωνική πολιτική που διακηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως εναρμονισμένη με την πολιτική της ΕΕ, δεν θίγει στο ελάχιστο τα κέρδη του κεφαλαίου, δεν ανατρέπει το αντεργατικό πλαίσιο, ενώ η όποια «αναδιανομή» επαγγέλλεται κινείται εντός των απολύτως επιτρεπτών πλαισίων των ευρωμνημονίων και της «δημοσιονομικής σταθερότητας» και αφορά φαινόμενα ακραίας φτώχειας. Στην εξωτερική πολιτική κινούνται σταθερά εντός του πλαισίου της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η Νέα αριστερά είναι μια διαχειριστική, φιλο-Ε.Ε. δύναμη. Ακόμα και σήμερα επιμένει στην υπεράσπιση της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (2015 – 2019) και του 3ου χειρότερου Μνημονίου ως το 2060. Επιδιώκει να λειτουργήσει ως το βασικό «δοχείο υποδοχής» και ενσωμάτωσης της διευρυνόμενης διαμαρτυρίας απέναντι στον εξευτελισμό και την καλπάζουσα περιθωριοποίηση και συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Η Πλεύση Ελευθερίας από την άλλη είναι ένα αρχηγικό, αστικό, φιλοΕ.Ε. κόμμα. Απολαμβάνει την προκλητική προβολή από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Με πολιτική «μονοκαλλιέργεια» την εργολαβική υποστήριξη (σε Βουλή και δικαστήρια) των ατομικών δημοκρατικών δικαιωμάτων (Μάτι, Τέμπη κ.α.).
Ο χώρος της ακροδεξιάς μετά την αποδιάρθρωση της Χρυσής Αυγής, παρά την ρευστότητα που εμφανίζει ως προς τα πρόσωπα και τα μορφώματα, παρουσιάζει μια σταθερή πορεία ανασυγκρότησης και ανόδου, κυρίως εκλογικά (τρία κόμματα σε βουλή και ευρωβουλή) αλλά και με ορισμένα ανησυχητικά δείγματα επανεμφάνισης φασιστικών ομάδων στον δρόμο. Η άνοδος ακροδεξιών αντιλήψεων και ρευμάτων είναι πριν απ’ όλα αποτέλεσμα της συνολικής επιθετικής, αντιδραστικής μετατόπισης της κυρίαρχης πολιτικής σε όλα τα ζητήματα, κυρίως γύρω από τα λεγόμενα εθνικά θέματα, τη μετανάστευση, τα θέματα της «τάξης» και της «ασφάλειας», του ρατσισμού, και του αντικομμουνισμού. Έτσι, «νομιμοποιούνται» στη λαϊκή συνείδηση οι απόψεις εθνικιστικών, ρατσιστικών και θρησκόληπτων-σκοταδιστικών οργανώσεων που επηρεάζουν το πολιτικό σκηνικό σε δεξιότερη κατεύθυνση. «Πατάει» επίσης πάνω σε έναν δυνατό ακροδεξιό άνεμο σε όλη την Ευρώπη (Λεπέν, Μελόνι, AfD κ.λπ.). Οι δυνάμεις αυτές ενισχύονται από συγκεκριμένα κέντρα του συστήματος: από τμήματα της άρχουσας τάξης, από ορισμένους εφοπλιστές και την εκκλησία, από το βαθύ κράτος των δικαστών και των σωμάτων καταστολής, αλλά βρίσκουν έδαφος και σε ορισμένα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που βρίσκουν ένα ψεύτικο «αντισυστημικό» αποκούμπι, αξιοποιώντας με αντιδραστικό τρόπο κοινωνικά ζητήματα που προέκυψαν τα προηγούμενα χρόνια (εμβόλια/πανδημία, προσφυγικό/ελληνοτουρκικά, δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ/οικογένεια-παράδοση κ.α.). Παράλληλα τα ακροδεξιά μορφώματα ισχυροποιούνται από τον δημαγωγικό τρόπο με τον οποίο προβάλλουν και χειρίζονται τα λαϊκά προβλήματα, ιδιαίτερα στα πιο φτωχά στρώματα, στο έδαφος και της παράλληλης υποχώρησης των εργατικών-συλλογικών αγώνων, την αποδιάρθρωση του συλλογικού στη συνείδηση και την πρακτική πλατιών λαϊκών στρωμάτων και νεολαίας, την υποχώρηση της πολιτικής, αξιακής και πολιτιστικής επίδρασης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τον εκφυλισμό της «κυβερνώσας» αριστεράς, αλλά και την στάση διαφόρων εκδοχών της ρεφορμιστικής αριστεράς, οι οποίες στο όνομα της "εθνικής ενότητας", είτε δεν αντιμετωπίζουν είτε ακόμη και υιοθετούν αντιδραστικές τοποθετήσεις (π.χ, μονομερής επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ , αντιμεταναστευτικος λόγος κλπ). Για να αντιμετωπιστεί η ακροδεξιά, μαζί με τη μάχη στον δρόμο, απαιτείται ένα ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα, η οικοδόμηση ενός ιδεολογικού, πολιτικού, πολιτιστικού, αξιακού, επαναστατικού «αντίπαλου δέους» στον φονικό-ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ένα ρεύμα εργατικού και διεθνιστικού ανθρωπισμού που θα εμπνεύσει τη νεολαία και τους εργαζομένους.
Το ΜΕΡΑ25 είναι δύναμη της σύγχρονης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας που παρά το ριζοσπαστικό προφίλ κινείται μέσα στα πλαίσια της αστικής πολιτικής και της Ε.Ε. Προβάλλει την ανάγκη της ευρωκεϊνσιανής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και ως εκ τούτου, συσκοτίζει το χαρακτήρα της ΕΕ, με τον ισχυρισμό ότι οι κεντρικοί θεσμοί της, και ειδικά τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη της, θα αναλάβουν να «μεταβιβάσουν» πόρους (δηλαδή να παραιτηθούν από τα κέρδη τους) σε ασθενέστερες οικονομίες, όπως της Ελλάδας, και μάλιστα προς τα εργαζόμενα στρώματα και όχι προς τις αστικές τάξεις, όπως έγινε, για παράδειγμα, με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης. Η πολιτική του πρόταση είναι μια διαχειριστική τεχνοκρατική πρόταση εντός του συστήματος, που προβάλλει ένα μοντέλο υγιούς ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Δεν θέτει θέμα εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, παρά μόνο αν αυτή γίνει μαζί με έξοδο και της Ευρώπης από αυτό! Παρόλα αυτά δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι παρά τις συνεχόμενες εκλογικές αποτυχίες, εμφανίζει μια αντοχή και μια γείωση σε στρώματα της νεολαίας και της προοδευτικής διανόησης, και παρά την εμφανή του δυσκολία να ανοιχτεί σε πιο λαϊκά στρώματα, αναδεικνύεται ως ένας πόλος συσπείρωσης της εκτός ΚΚΕ αριστεράς, και παράγοντας ενσωμάτωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς σε τεχνοκρατικές και διαχειριστικές λογικές μέσω της «συμμαχίας για τη ρήξη». Ωστόσο, αντικειμενικά η ανασυγκρότηση του «κεντροαριστερού πόλου» θα θέσει πιεστικά πολιτικά διλήμματα και σε αυτό το χώρο. Η γραμμή ενάντια στην «Μητσοτάκης ΑΕ» οδηγεί σε πολιτική «ουράς» απέναντι στην διαμορφούμενη «δημοκρατική παράταξη».
Το ΚΚΕ σταθεροποιεί και ενισχύει το ρόλο του ως βασική δύναμη ενός ιδιότυπου, κομμουνιστικής αναφοράς, ρεφορμισμού και συγκράτησης ριζοσπαστικών τάσεων στα όρια βασικών στρατηγικών επιλογών του συστήματος. Το κύριο χαρακτηριστικό που καθορίζει τη φυσιογνωμία του είναι η απουσία επαναστατικής στρατηγικής και της αντίστοιχης επαναστατικής τακτικής που να την υπηρετεί. Κυριαρχεί το σχήμα «διαρκής κοινοβουλευτική ενίσχυση-λαϊκή εξουσία/οικονομία», όπου απουσιάζει το στοιχείο της μαχητικής εισβολής του κινήματος στο προσκήνιο, πόσο μάλλον της επαναστατικής τομής. Το ΚΚΕ περιγράφει μια κοινωνική αλλαγή που θα προκύψει μέσα από μια επαναστατική κατάσταση ως αποτέλεσμα «αντικειμενικών» εξελίξεων, χωρίς να αναφέρεται στους δρόμους προσέγγισής της. Προβάλλει ένα πρόγραμμα στόχων «ανακούφισης» των λαϊκών στρωμάτων ξεκομμένο από τους συνολικούς πολιτικούς στόχους αντιπαράθεσης και ρήξης με την ευρύτερη αστική στρατηγική, οι οποίοι παραπέμπονται στη «λαϊκή εξουσία». Αποκόπτει έτσι τους αγώνες για τα λαϊκά προβλήματα και την πάλη ενάντια στην αστική πολιτική και στο μέτωπο κυβερνήσεων-ΕΕ-ΝΑΤΟ-κεφαλαίου από την επανάσταση. Επιδεικνύει χαρακτηριστική προσαρμογή σε κεντρικά ζητήματα που αναδεικνύει η αστική τάξη, ειδικά στα λεγόμενα εθνικά (προσφυγικό, μακεδονικό, ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ΑΟΖ/εξορύξεις, ιδιωτικοποιήσεις/εθνικοποιήσεις). Είναι χαρακτηριστικό ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό επιμένει στη μονόπλευρη καταγγελία της «τουρκικής επιθετικότητας», υποτιμά την επιθετικότητα της «δικής μας» αστικής τάξης και τις αυτοτελείς επιδιώξεις της. Προσαρμόζεται επίσης στα αστικά πλαίσια και ως δημοτική αρχή (βλ. διαχείριση ΕΣΠΑ κ.α.) δίνοντας αριστερό άλλοθι στην αστική διαχείριση.
Ωστόσο, σήμερα το ΚΚΕ, στο φόντο και της υποχώρησης και του κατακερματισμού του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάμεων που αποσπάστηκαν από αυτόν, αποτελεί τον κυρίαρχο πόλο συσπείρωσης αριστερού, κομμουνιστικού και εργατικού δυναμικού, εκφράζει ένα δυναμικό που αγωνίζεται και είναι η μοναδική αριστερή δύναμη με γείωση στον δύσκολο ιδιωτικό τομέα και την βιομηχανική εργατική τάξη. Η ενίσχυσή του είναι αποτέλεσμα της οργανωτικής και πολιτικής του παρέμβασης και συγκρότησης, σε συνδυασμό με την αδυναμία σταθερής και ισχυρής πολιτικής παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκουμε την προωθητική για το κίνημα κοινή δράση στη βάση αρχών, ανατρεπτικού προγράμματος, ανοιχτά μπροστά στους εργαζόμενους, με όρους ισοτιμίας, με παράλληλη διαρκή προσπάθεια να κερδίζει έδαφος και τελικά να ηγεμονεύει η λογική της ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική και να αλλάζει ο συσχετισμός.
Συμπερασματικά, με τη φυσιογνωμία αυτή, το ΚΚΕ δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός σύγχρονου κόμματος της επανάστασης και της κομμουνιστικής προοπτικής. Πρακτικά, το ΚΚΕ συνεχίζει στη γραμμή η οποία έχει σφραγίσει την ιστορική του διαδρομή, κυρίως σε κορυφαία γεγονότα και καμπές της ταξικής πάλης, παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες ιστορικά (Δεκέμβρης 2008, θέση για το ευρώ και δημοψήφισμα 2015, Τέμπη), στις οποίες παίζει ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα αντί για δύναμη κλιμάκωσης της ταξικής αντιπαράθεσης, όπως θα άρμοζε σε ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Σε μια σειρά ζητήματα, αλλά και γενικότερα στην πολιτική μας παρέμβαση, απαιτείται βαθύτερη και τεκμηριωμένη κριτική απέναντι στο ΚΚΕ και αποφασιστική απάντηση στις διαστρεβλώσεις της ιστορίας και της πολιτικής της επαναστατικής-κομμουνιστικής Αριστεράς.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί το σημαντικότερο μετωπικό εγχείρημα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα και μια από τις πιο σημαντικές προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο. Συνέβαλε στην πολιτικοποίηση σε ριζοσπαστική κατεύθυνση του μαζικού κινήματος και γονιμοποίησε τη συζήτηση στην Αριστερά. Βοήθησε να αναδειχθεί το θέμα της ρήξης και εξόδου από την ΕΕ, ενώ προέβαλε το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, χωρίς να λείπουν αντιφάσεις και όρια. Έδωσε τη δυνατότητα οι ιδέες της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης να φτάσουν σε ευρύτερο κόσμο και να δοκιμαστούν στο οξυγόνο της ανοιχτής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Στις δύσκολες και πρωτότυπες συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε σωστή σε γενικές γραμμές τοποθέτηση, κόντρα στην αστική πολιτική αλλά και απέναντι στην πολιτική της ρεφορμιστικής αριστεράς. Η ανατρεπτική αριστερή στάση που πήρε σε κρίσιμα θέματα (Μακεδονικό, προσφυγικό, ΑΟΖ, ελληνοτουρκικά, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία), της επιτρέπουν να επικοινωνεί με φλέβες αντικαπιταλιστικής αναζήτησης.
Σήμερα διαπιστώνεται ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η αντικαπιταλιστική αριστερά και συνολικά το κοινωνικό και πολιτικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα βρίσκονται σε κρίση και υποχώρηση που σχετίζονται με την πολιτική υποχώρηση του κινήματος τα τελευταία χρόνια αλλά και δικές της αντιφάσεις που αφορούν σοβαρές στρατηγικές, προγραμματικές και πολιτικές ανεπάρκειες. Πιο συγκεκριμένα ξεχωρίζουμε την αδυναμία να απαντήσει στην άνοδο του ρεφορμιστικού ρεύματος του αριστερού κυβερνητισμού και στην πολιτική υποχώρηση του κινήματος τα τελευταία χρόνια, την αδυναμία να απαντήσει ολοκληρωμένα και συνολικά προγραμματικά στην οξύτητα των αντιθέσεων που έχουν ξεσπάσει με εκφράσεις στην οικονομία, στον πόλεμο, στο περιβάλλον, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις οργανώσεις που τη συναποτελούν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη στάση απέναντι στα ρεφορμιστικά ρεύματα και τη γραμμή παρέμβασης στο εργατικό κίνημα, αλλά και την υποχώρηση άλλων δυνάμεων από την ανάγκη οικοδόμησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα, την αδύναμη σύνδεση όλου του αντικαπιταλιστικού ρεύματος με την εργατική τάξη, τον περιορισμό του κυρίως σε τμήματα της μισθωτής διανόηση κ.α. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αφυδάτωση της εσωτερικής λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα τελευταία χρόνια, κατάσταση που δεν συνέβαλε στο να συζητηθούν και στο μέτωπο αυτά τα προβλήματα. Φυσικά, το σημαντικότερο μερίδιο ευθύνης για όλα αυτά το έχουν οι οργανώσεις που συμμετέχουν σε αυτήν, και ιδιαίτερα το ΝΑΡ και η ν.Κ.Α.
Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς βρίσκεται σε μια σημαντική καμπή. Υπάρχουν καταρχάς οι οργανώσεις των παραδοσιακών κομμουνιστικών ρευμάτων (τροτσκικιστικές, μαοϊκές κ.α.), οι οποίες παρά την συχνά τίμια στάση τους στο κίνημα παραμένουν σε χαμηλές πτήσεις και σε γενικές γραμμές είναι δέσμιες των ιστορικών τους καταβολών. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένας αστερισμός οργανώσεων, που σε γενικές γραμμές βρίσκονται σε υποχώρηση και δεξιά μετατόπιση. Υπάρχουν οργανώσεις και δυνάμεις που παρά τον μαχητικό τους ρόλο στο κίνημα κατά βάση εκφράζουν μια ρεφορμιστική αντίληψη και δράση, κινούνται σε μια γραμμή «παναριστερής ενότητας» και ανάγουν μια σειρά κεντρικούς πολιτικούς στόχους (όπως π.χ. το ζήτημα της ρήξης-εξόδου από την ΕΕ) σε «ιδεολογικό θέμα». Τέτοιες δυνάμεις είναι η ΛΑΕ-Ανυπότακτη Αριστερά, και η Αναμέτρηση (αν και με αντιφάσεις) που είτε συμμετέχουν ενεργά είτε δορυφοριοποιούνται γύρω από το ΜΕΡΑ25. Άλλες οργανώσεις (ΔΕΑ, Μετάβαση, κ.α.) προκρίνουν την γραμμή «συσπείρωσης όλης της αριστεράς από ΜΕΡΑ25 έως ΚΚΕ», μια γραμμή πρακτικά ανεφάρμοστη αλλά και ρηχή πολιτικά, η οποία δεν συμβάλλει σε μια λογική ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Υπάρχουν και ορισμένες δυνάμεις που δείχνουν να βγάζουν θετικά συμπεράσματα από τον προηγούμενο κύκλο αντιπαράθεσης, αν και είναι μικρής δυναμικής.
Τέλος, ο χώρος της αναρχίας/αυτονομίας τα τελευταία χρόνια εμφανίζει πολιτική κάμψη, αν και συνεχίζει να συσπειρώνει και να κινητοποιεί σημαντικό κομμάτι νεολαίας. Τμήματα του χώρου αυτού υποχωρούν σε σχέση με τα βήματα πολιτικοποίησης και μαζικής παρουσίας που είχαν κάνει την προηγούμενη περίοδο και ενσωματώνουν ρεφορμιστικές λογικές, ενώ άλλα τμήματα υποτάσσονται πλήρως στην απολίτικη και μηδενιστική δράση. Υπάρχουν όμως και κομμάτια που παρουσιάζουν φυγόκεντρες τάσεις από τον συγκεκριμένο χώρο, καθώς ριζοσπαστικοποιούνται και προσεγγίζουν μαρξιστικές και κομμουνιστικές αντιλήψεις, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις στο σημείο να επιλέγουν και την αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα, κατά βάση όμως από την σκοπιά του παρελθόντος και με επίκληση ιστορικά χρεοκοπημένων ρευμάτων του, κάτι που απαιτεί μαζί με την κοινή δράση και μια αναπτυγμένη ιδεολογική παρέμβαση γύρω από τις σύγχρονες αντιθέσεις του καπιταλισμού, αλλά και την ιστορία του κινήματος. Την περίοδο της πανδημίας ο χώρος αυτός βρέθηκε σε ιδιαίτερη αμηχανία, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αντιπαρατεθεί με μαζικούς όρους στην πολιτική διαχείρισής της από την κυβέρνηση, ενώ τμήματα της αυτονομίας υιοθέτησαν ανορθολογικές και επικίνδυνες προσεγγίσεις σε σχέση με την πανδημία. Παρά ταύτα, φαίνεται να έχει αξιοσημείωτη επίδραση και να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στη νεολαία, κυρίως στο επίπεδο της δράσης, γι’ αυτό απαιτείται ουσιαστική πολιτική αλληλεπίδραση, αντιπαράθεση και κριτική απέναντί του, ενώ υπό όρους, πάντα στο πλαίσιο του μαζικού κινήματος, είναι δυνατές πρακτικές κοινής δράσης με δυνάμεις της αναρχίας που προσπαθούν να ανιχνεύσουν στοιχεία εργατικής παρέμβασης.
Το ιδρυτικό Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης
16 Φεβρουαρίου 2025
Comentarios